Δευτέρα 4 Απριλίου 2011

ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΣΑΡΑΦ ΤΟΥ ΚΥΒΕΡΝΕΙΟΥ ΚΑΡΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΑΥΚΑΣΟΥ 1878-1920

.

Γιάννης Κασκαμανίδης

"Δημοσιεύθηκε το 2002 στην εφημερίδα Εύξεινος Πόντος, φ. 63, σ. 22-23, φ. 64, σ. 22-23, φ. 65, σ. 22-23, φ. 66, σ. 22-23, φ. 67, σ. 14-15, φ. 68, σ. 22-23, φ. 69, σ. 22-23

ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΣΑΡΑΦ ΤΟΥ ΚΥΒΕΡΝΕΙΟΥ ΚΑΡΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΑΥΚΑΣΟΥ 1878-1920
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Τα κείμενα της εργασίας αυτής γράφτηκαν την άνοιξη του 1998 και τα δίνω για δη-μοσίευση όπως έχουν από τότε. Αν σήμερα ξαναέγραφα τα ίδια κείμενα, προσπαθώντας να τα προσαρμόσω σ’ αυτά που τώρα θεωρώ αποδεκτά, οι αλλαγές θα ήταν πολλές: πο-σοτικές, αλλά, κυρίως, ποιοτικές. Δεν το κάνω κι ας ξέρω ότι είμαι υπόλογος απέναντι στην κοινωνία, στους συμπατριώτες μου, στους συγγενείς μου, απέναντι στον ίδιο μου τον εαυτό• απέναντι ακόμη και στις νέες ιστοριογραφικές τάσεις. Και ας περιμένει ένας μεγάλος όγκος υλικού τη δική του αξιοποίηση.
Αφήνω τα κείμενα απείραχτα για έναν και μοναδικό λόγο: όταν τα έγραψα ζούσε ο παππούς μου, ο Γρηγόρης ο Κασκαμανίδης, και τα έγραψα σύμφωνα με όσα μου διηγή-θηκε, κάτω και από το βάρος του συναισθηματικού φορτίου που προέκυπτε κατά τη διάρκεια της διήγησης. Το κύριο σώμα των πληροφοριών που κατατίθεται εδώ του ανήκει. Θα ήταν αδύνατη η αναπαράσταση της ζωής στο χωριό Σαράφ χωρίς τις δικές του αφηγήσεις. Δεν έλπιζα ποτέ ότι τόσο σύντομα, μόλις 4 χρόνια μετά, θα ένιωθα την ανάγκη να κάνω ένα μνημόσυνο για τον παππού μου, δίνοντας τα κείμενα του 1998 για δη-μοσίευση. Τότε είχα βγάλει 5 αντίτυπα της εργασίας αυτής και τα είχα αφιερώσει στον παππού. Σήμερα, την αφιερώνω στη μνήμη του.
Φλώρινα 5 Φεβρουαρίου 2002
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τα κίνητρα για την πραγματοποίηση της έρευνας – μελέτης και τη συγγραφή της παρούσας εργασίας ήταν δύο: η συναισθηματική παρόρμηση και η διαπίστωση πως για το χωριό Σαράφ δεν υπάρχουν παρά ελάχιστες αναφορές και μόνον.
Τα προσωπικά ακούσματα από τους γέροντες και τις γερόντισσες που με πόνο και ανείπωτο καημό αναπολούσαν τις αναμνήσεις μιας ολόκληρης ζωής στο οροπέδιο της Κιόλιας, αποτέλεσαν το έναυσμα για μια συνεχιζόμενη αναζήτηση των στοιχείων που θα συνέθεταν την ιστορία του Σαράφ. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα πραγματοποιήθηκε συστηματική καταγραφή των προφορικών μαρτυριών από τους επιζώντες κατοίκους του Σαράφ αλλά και άλλων χωριών του Καρς, αφού είναι πλέον ελάχιστοι. Ταυτόχρονα ερευ-νήθηκε η υπάρχουσα βιβλιογραφία, καθώς και αδημοσίευτες πηγές.
Το ανά χείρας γραπτό είναι το οδοιπορικό των Ποντίων του Σαράφ που μετά τον Ξεριζωμό εγκαταστάθηκαν στα χωριά Τριπόταμο, Νεοχωράκι, Άγιο Βαρθολομαίο και Κολχική Φλώρινας, Κεντρικό και Περιστέρι του Κιλκίς, καθώς και στην πόλη της Θεσ-σαλονίκης.
Η εργασία περιλαμβάνει κυρίως τα ιστορικά στοιχεία και τον τρόπο ζωής που αφο-ρούν στους Πόντιους του Σαράφ. Σε πολλά σημεία, προκειμένου να υπάρξει πληρέστερη παρουσίαση, γίνονται πολιτισμικές και λαογραφικές αναφορές. Δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα σε στοιχεία της «μικροϊστορίας» του χωριού, πτυχές άγνωστες μα ενδιαφέρουσες, γιατί τελικά αυτό που συναρπάζει και κάνει τον αναγνώστη να ζει τα όσα διαβάζει, είναι οι λε-πτομέρειες που αφορούν πολλές από τις εκφάνσεις της ζωής.
Επειδή για τεχνικούς λόγους η γραφή των λέξεων της ποντιακής δεν αποδίδει και την προφορά τους, πρέπει οι αναγνώστες να επιστρατεύσουν τις απαραίτητες γνώσεις προκειμένου οι λέξεις να αποδοθούν με τη σωστή προφορά.
Έγινε κάθε δυνατή προσπάθεια για την πληρότητα της παρουσίασης, έτσι ώστε το ανά χείρας γραπτό να καταστεί συμβολή πολύτιμη για τη μελέτη της ζωής στο Κυβερνείο του Καρς. Εννοείται πως κάθε αδυναμία της εργασίας αυτή βαρύνει αποκλειστικά εμένα Το αν επιτυγχάνονται οι σκοποί της, είναι μια κρίση που ανήκει στους ειδικούς, αλλά και στους απλούς αναγνώστες που είναι λάτρεις της ιστορίας και του πολιτισμού των Ποντίων.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΝΤΟ ΣΤΟ ΚΑΡΣ - ΤΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ
ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΣ
Η μεσογειακή ενδοχώρα του Πόντου κατοικήθηκε από Έλληνες ήδη από τα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Μετά την άλωση της Τραπεζούντας το 1461 από τον Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή, οι χριστιανικοί πληθυσμοί των παράλιων περιοχών του Πόντου αναγκά-ζονται να καταφύγουν στους ορεινούς όγκους των ποντιακών βουνών, προκειμένου να αποφύγουν τη νέα –και οδυνηρή γι’ αυτούς– κατάσταση .
Έτσι αναπτύσσονται ορεινοί οικισμοί από Έλληνες που στο εξής προτιμούν να ζουν σε δύσβατες και απρόσιτες μεσόγειες περιοχές του Πόντου, προκειμένου να αποφύγουν τον εξισλαμισμό και τη βία διατηρώντας ταυτόχρονα την εθνική συνείδηση και τη θρη-σκεία τους
Η πορεία των προγόνων των κατοίκων του Σαράφ είναι δύσκολο να ανιχνευτεί στους αιώνες που ακολούθησαν την άλωση της Τραπεζούντας, κυρίως λόγω έλλειψης ιστορικών αναφορών. Μια σειρά από παρατηρήσεις-διαπιστώσεις και κυριότερα οι πολλές προφορικές μαρτυρίες των εκπροσώπων της πρώτης προσφυγικής γενιάς, διαμορφώνουν το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκαν και έδρασαν από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα και εντεύθεν.
Στην περίπτωση της οικογένειάς μου αναφέρεται ως τόπος καταγωγής, χωρίς σαφή-νεια, κάποιο χωριό νότια της πόλεως Τραπεζούντας, το όνομα του όποιου ήταν Αλαγιούν. Από την μέχρι τώρα έρευνα στην υπάρχουσα σχετική βιβλιογραφία και το προφορικό υ-λικό, δεν προέκυψαν στοιχεία περισσότερα για τον οικισμό αυτό. Ενδεχομένως να επρό-κειτο για οικισμό που αφανίστηκε μετά την εγκατάλειψή του από τους κατοίκους του ή για τοπωνύμιο χωρίς σαφή γεωγραφικό προσδιορισμό, του οποίου το όνομα λησμονήθηκε. Επειδή οι μετακινήσεις στην περιοχή εκείνη ήταν ιδιαίτερα συχνές, τα ονόματα χωριών και τα τοπωνύμια άλλαζαν συχνά και συνεπώς δεν ήταν εύκολο να καταγραφούν.
Πολλές προφορικές μαρτυρίες αναφέρουν το χωριό Κιρισχανά ως τόπο προέλευσης μερικών από τις οικογένειες που κατοίκησαν μετέπειτα στο Κιαλιαχπούρ και εν συνεχεία στο Σαράφ. Σ’ αυτό συνηγορούν και οι μαρτυρίες γερόντων που πέθαναν εδώ και πολλά χρόνια, οι οποίοι μεταφέροντας μνήμες μακρινές, ανέφεραν για τις φιλικές σχέσεις και τη μακρινή συγγένεια οικογενειών που, μετά την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα ήρθαν στα χωριά Τριπόταμο και Αρμενοχώρι Φλώρινας.
Σπουδαίο ρόλο στη διαδικασία αναζήτησης των οικισμών που κατοίκησαν πριν το 1878 οι κάτοικοι του Σαράφ, μπορούν να διαδραματίσουν τα οικογενειακά επώνυμα. Το θέμα πολλών επωνύμων αντιστοιχεί σε τοπωνύμιο ή σε χωριό. Το θέμα του επωνύμου Κασκαμανίδης είναι το Κασκαμαν-. Στην περιοχή της Κρώμνης (νότια της Τραπεζούντας) υπάρχει ένα βουνό το οποίο οι Πόντιοι ονόμαζαν Κασκαμάτς. Αν και υπάρχει κάποια δι-αφορά ανάμεσα στο Κασκαμάν- και το Κασκαμάτς, εντούτοις η ομοιότητά τους μπορεί να συνδυαστεί με τις προφορικές μαρτυρίες για τον οικισμό Αλαγιούν, που τοποθετείται νό-τια της Τραπεζούντας. Μια άλλη εκδοχή για την προέλευση του επωνύμου Κασκαμανίδης, είναι το τοπωνύμιο ή περιοχή Κασκαμάν, χωρίς σαφή γεωγραφικό προσδιορισμό, που βρισκόταν μεταξύ Αργυρουπόλεως, Παϊπούρτ και Ερζιγκιάν.
Νοτιότερα από την Κρώμνη υπήρχε το χωριό Λερίν (σημ. Leri ) και ο οικισμός Σα-πρανάντων (σημ. Sobran). Στην περίπτωση των οικογενειών του Σαράφ με τα επώνυμα Λιαρετίδης και Σαπρανίδης η αντιστοιχία με τα χωριά αυτά είναι σαφής, άλλωστε συνη-γορούν και οι προφορικές μαρτυρίες.
Βέβαια τα παραπάνω επώνυμα δεν αντιστοιχούν στο σύνολο των ελληνικών οικο-γενειών του Κιαλιαχπούρ, αποτελούν όμως σοβαρές ενδείξεις για τον εντοπισμό των οι-κισμών που κατοικούσαν προγενέστερα οι κάτοικοι του χωριού.
Μια άλλη διαπίστωση, λιγότερο ασφαλής, είναι το γεγονός ότι όλοι οι κάτοικοι του Κιαλιαχπούρ και του Σαράφ ήταν κτηνοτρόφοι. Η ευκολία με την οποία διάλεξαν να ε-γκατασταθούν στα παραπάνω χωριά, αποδεικνύει εν μέρει και την εμπειρία τους στην κτη-νοτροφία. Οι δυο οικισμοί, Αλαγιούν και Κιαλιαχπούρ, ήταν ορεινοί και προϋπέθεταν τη γνώση του τρόπου ζωής σε τέτοιες περιοχές.
ΚΙΑΛΙΑΧΠΟΥΡ
Με το Χάττι-Σερίφ (Γκιούλ-χανέ) του 1839 και Χάττι-Χουμαγιούν του 1856 εκχω-ρούνται κάποιες ελευθερίες στους πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εγκαι-νιάζεται με τα δυο αυτά αυτοκρατορικά διατάγματα μια περίοδος μεταρρυθμίσεων (Ταν-ζιμάτ) και πολλοί χριστιανικοί πληθυσμοί εγκαταλείπουν τους ορεινούς οικισμούς για να αναζητήσουν καλύτερη τύχη.
Πολλοί Έλληνες εγκαθίστανται στην περιφέρεια Κελκίτ μεταξύ Αργυρουπόλεως και Παϊπούρτ-Βαϊβερδών (Baybourt) στον νοτιοανατολικό Πόντο, στα εξής χωριά: Κια-λιαχπούρ με 150 ελληνικά σπίτια, Χοσμπερίκ με 40, Καλημπερτέκ με 30, Πίσκι με 10, Τζαμούρε με 62, Χαρτούτζιν με 60 και Ράνσεϊρ με 50. Η περιοχή στην οποία βρισκόταν το χωριό Κιαλιαχπούρ ονομαζόταν Κελκέτειος περιφέρεια, από τον όνομα του ποταμού Κελκίτ (Kelkit Çayı). Άλλοτε αποτελούσε επισκοπή με το όνομα Αχαΐα (Χαχαίον). Οι πε-ρισσότεροι κάτοικοι της περιοχής ήταν Τούρκοι και Κούρδοι.
Μια γραπτή μαρτυρία και πολλές προφορικές αναφέρουν την εγκατάσταση Ελλή-νων στο χωριό Κιαλιαχπούρ (σύγχρονη ονομασία Kel-Atzbur ), οι οποίοι προέρχονταν από περιοχές ορεινές. Κύρια ενασχόληση των μετακινηθέντων ήταν η κτηνοτροφία, ο μό-νος τρόπος, ίσως, προσπορισμού των αναγκαίων αγαθών για όσους κατοικούσαν σε οικι-σμούς με μεγάλο υψόμετρο, όπου η βλάστηση ήταν ελάχιστη και η καλλιέργεια της γης ανύπαρκτη.
Το Κιαλιαχπούρ είναι ο πρώτος οικισμός στον οποίο βεβαιωμένα κατοίκησαν οι πρόγονοι των κατοίκων του Σαράφ. Το χωριό βρισκόταν νοτιοανατολικά της Αργυρούπο-λης, μερικά χιλιόμετρα βόρεια από την εμπορική οδό Τραπεζούντας – Ερζερούμ (Erzerum) και κοντά στην πόλη Παϊπούρτ, στις νότιες πλαγιές του όρους Παρυάδρης και μπροστά στο χωριό ανοίγονταν η πεδιάδα του Παϊπούρτ, μέσα από την οποία περνούσαν παραπόταμοι του Άκαμψι ποταμού (Çoruh).
Διοικητικά ανήκε στο Βιλαέτι Τραπεζούντας, στο Σαντζάκι Αργυρουπόλεως και στον Καζά του Κελκίτ. Εκκλησιαστικά υπαγόταν στη Μητρόπολη Χαλδίας με έδρα την Αργυρούπολη και στην επισκοπή Κελκίτ.
Απείχε 140 χιλιόμετρα από την Τραπεζούντα, 40 από την Αργυρούπολη και 40 από το Παϊπούρτ. Οι Έλληνες (Γραικοί) και οι Κρωμιώται (Κρυπτοχριστιανοί) μιλούσαν την ποντιακή διάλεκτο ως μητρική γλώσσα και την τουρκική στο βαθμό που αυτή επιβαλλό-ταν από τις οθωμανικές αρχές και τις καθημερινές ανάγκες συναλλαγής με τους Τούρκους. Στην περίπτωση των Κρωμιωτών η γνώση της τουρκικής γλώσσας επιβαλλόταν και από τη μουσουλμανική θρησκεία, που ήταν άλλωστε η επίσημη θρησκεία τους.
Το χωριό είχε 150 σπίτια και κατοικούσαν σ’ αυτό 250 Οθωμανοί, 150 Κρωμιώται και 350 Γραικοί. Οι Κρωμιώτες είναι οι Κρυπτοχριστιανοί, οι οποίοι άρχισαν να αποκα-λύπτονται μετά το 1856 (Χάττι-Χουμαγιούν). Για τους προγόνους των Ποντίων του Σαράφ δεν υπάρχουν στοιχεία που να τους εντάσσουν στην κατηγορία των Κρυπτοχριστιανών. Όπως είναι γνωστό οι Κρυπτοχριστιανοί είχαν δυο ονόματα: ένα επίσημο μουσουλμανικό και ένα κρυφό ελληνικό. Από τα γενεαλογικά δέντρα δεν προκύπτουν τέτοια διπλά ονόματα ούτε και στις αφηγήσεις αναφέρθηκαν περιπτώσεις προγόνων που να υπήρξαν Κρυπτοχριστιανοί. Ανήκαν στην τρίτη κατηγορία των Ελλήνων (Γραικοί κατά τον Κυ-πριώτη) που αποτελούσαν και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού του χωριού Κιαλιαχ-πούρ.
Στο χωριό υπήρχε Ελληνικό Σχολείο. Οι μαθητές εισάγονταν σ’ αυτό έπειτα από εξετάσεις, αφού προηγουμένως είχαν φοιτήσει στην προκαταρτική τάξη. Η διάρκεια φοίτησης ήταν τρία χρόνια για τις ισάριθμες τάξεις. Κύρια θέση κατείχε το μάθημα των αρχαίων ελληνικών. Διδάσκονταν επίσης: μαθηματικά, φυσική, υγιεινή, θρησκευτικά, γε-ωγραφία, ιστορία, ωδική, γυμναστική, καθώς και γαλλικά και λατινικά στην τρίτη τάξη. Οι δάσκαλοι των Ελληνικών Σχολείων ονομάζονταν Ελληνοδιδάσκαλοι. Στο σχολείο πι-θανότατα φοιτούσαν και μαθητές από τα γειτονικά ελληνικά χωριά, αφού η ύπαρξη ενός τέτοιου σχολείου μόνο για τους μαθητές του χωριού δεν δικαιολογείται.
Στο χωριό ερχόταν κάποιος καλόγερος από κοντινό μοναστήρι και δίδασκε στα κο-ρίτσια των Ελλήνων ανάγνωση και γραφή, μέσα από τα εκκλησιαστικά βιβλία.
Φημισμένο ήταν κάποιο χάνι με το όνομα Κασκαμάν’ οτά. Σ’ αυτό φιλοξενούνταν οι φτωχοί οδοιπόροι. Ανήκε σε κάποιον από την οικογένεια Κασκαμανίδη (Κασκαμάνο), χωρίς να υπάρχουν περισσότερες πληροφορίες.
Οι κάτοικοι ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και σε περιορισμένο βαθμό με τη γε-ωργία. Εκτεταμένη ήταν η εκτροφή μεγάλων βοοειδών και προβάτων. Τα βοοειδή, εκτός των άλλων, ήταν απαραίτητα για τις γεωργικές εργασίες (όργωμα, σβάρνισμα, αλώνισμα), καθώς και για τις μεταφορές. Από τα ζωντανά εξασφάλιζαν και τα απαραίτητα υλικά για τη διατροφή.
Κατά τη δεκαετία του 1870 στο Κιαλιαχπούρ οι χριστιανοί κάτοικοι ξεκίνησαν το χτίσιμο μιας εκκλησίας με πρωτομάστορα κάποιον Πατουλίδη, η οποία δεν αποπερατώ-θηκε ποτέ. Όταν το 1970 επισκέφθηκαν το χωριό οι Ιωάννης Γεωργ. Κασκαμανίδης, Αθα-νάσιος Αθανασιάδης και Ευσέβιος Κασκαμανίδης, είδαν τα θεμέλια της εκκλησίας αυτής.
ΡΩΣΟΤΟΥΡΚΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ 1877-1878
Επί μια εικοσαετία (1856-1878) περίπου, οι κάτοικοι του Κιαλιαχπούρ και των γει-τονικών χωριών ζούσαν για πρώτη φορά ύστερα από την άλωση της Τραπεζούντας με την ελπίδα πως θα ριζώσουν στους τόπους εκείνους.
Αν και η ζωή των κατοίκων του Κιαλιαχπούρ στα χρόνια 1856-1878 δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ήρεμη, ωστόσο διαταράχθηκε ανεπανόρθωτα από τις συνέπειες του Ρωσο-τουρκικού Πολέμου του 1877-78. Ο πόλεμος αυτός ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1877 και τελείωσε τον Ιανουάριο του 1878 με τη συνθήκη της Αδριανούπολης. Τα ρωσικά στρα-τεύματα προέλασαν μέχρι την περιοχή Ερζερούμ, Παϊπούρτ, Αργυρούπολης.
Νικήτρια δύναμη αναδείχτηκε η Ρωσία η οποία με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου στις 19 Φεβρουαρίου/3 Μαρτίου 1878 η Ρωσία προσαρτούσε στην επικράτειά της τις πε-ριοχές Βαγιαζήτ (Bayiazit), Καρς (Kars), Αρταχάν (Ardahan) και Βατούμ (Batumi). Ακο-λούθησε η συνθήκη του Βερολίνου (Ιούνιος-Ιούλιος 1878), η οποία επέφερε ουσιώδεις τροποποιήσεις στους όρους της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, κυρίως όσον αφορά στις βουλγαρικές διεκδικήσεις για τα Βαλκάνια. Η προσάρτηση των εδαφών του Καρς στη ρωσική επικράτεια ήταν η πολεμική αποζημίωση που έλαβε η Ρωσία ως νικήτρια δύναμη από την Τουρκία. Τα εδάφη αυτά παραχωρήθηκαν στους Ρώσους για 40 χρόνια.
Οι προαναφερθείσες περιοχές στις οποίες προήλασαν τα ρωσικά στρατεύματα και δε συμπεριλήφθηκαν στα εδάφη που τελικά επιδικάστηκαν στη Ρωσία με τη συνθήκη του Βερολίνου, εκκενώθηκαν από τους Ρώσους. Η κατάσταση που δημιουργήθηκε εξώθησε πολλούς Έλληνες και Αρμένιους των περιοχών αυτών στη μετοικεσία προς ασφαλέστερες περιοχές.
ΜΕΤΟΙΚΕΣΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΚΑΡΣ
Οι ρωσοτουρκικοί πόλεμοι του 19ου αιώνα δημιούργησαν μια μόνιμη σχεδόν ανα-στάτωση στο χώρο του ανατολικού Πόντου. Μετοικεσίες Ελλήνων του Πόντου προς τις περιοχές του Καυκάσου και της νότιας Ρωσίας σημειώθηκαν μετά τη λήξη κάθε τέτοιου πολέμου. Οι χριστιανοί, Έλληνες και Αρμένιοι, του ανατολικού Πόντου βρισκόταν σε δεινή θέση ιδιαίτερα μετά τη λήξη του πολέμου 1877-78. Κύμα μουσουλμάνων προσφύ-γων (Κιρκάσιοι, Τούρκοι, Αμπχάζιοι, Λαζοί) από τη ρωσική επικράτεια κατέκλυσε το χώ-ρο αυτό, δημιουργώντας έκρυθμες καταστάσεις με καταστροφικές συνέπειες για τους χριστιανικούς πληθυσμούς.
Αποτέλεσμα της κατάστασης αυτής ήταν η μετακίνηση των χριστιανών προς τις ρωσοκρατούμενες περιοχές. Η μετοικεσία δεν πήρε μαζικό χαρακτήρα πριν το 1880 και αυτό ίσως να οφειλόταν στο γεγονός ότι και στις ρωσοκρατούμενες περιοχές που εγκατέ-λειψαν οι μουσουλμάνοι επικρατούσε αναστάτωση, πράγμα που απέτρεψε μέχρι το 1880 τη μαζική έξοδο των χριστιανών του ανατολικού Πόντου. Οι μετοικεσίες επηρεάζονταν και από την εσωτερική πολιτική και κοινωνική κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα προορισμού.
Το Δεκέμβριο του 1881 οι κάτοικοι του Κιαλιαχπούρ ενσωματώθηκαν σε μια με-γάλη φάλαγγα και κινήθηκαν ανατολικά. Κινήθηκαν ανατολικά – νοτιοανατολικά, πέρασαν από το Παϊπούρτ, το Ερζερούμ, άλλαξαν προσανατολισμό προς τα βόρεια και διάβηκαν τα σύνορα του νεότευκτου Κυβερνείου Καρς από τη νοτιοδυτική πλευρά του, από την περιοχή της Όλτης. Εκεί χωρίστηκαν σε ομάδες και διασκορπίστηκαν σε διάφορες περιοχές του Κυβερνείου. Συνολικά διάνυσαν 400 χιλιόμετρα με τα πόδια. Μαζί τους πή-ραν ότι μπόρεσαν να φορτώσουν στα κάρα και λίγα από τα βοοειδή που εξέτρεφαν.
Για το τι συνέβη στο Κιαλιαχπούρ μετά την φυγή των χριστιανών κατοίκων προς το Καρς, υπάρχει μια αναφορά του Άγγλου προξένου της Τραπεζούντας που αναφέρει χαρα-κτηριστικά: «Αυτοί (οι μουσουλμάνοι) γέμισαν την εκκλησία του Κιαλιαχπούρ με ό,τι ρυπαρό, σκέπασαν τους τοίχους με βρωμιές, έριξαν κάτω την καμπάνα, και διέπραξαν πολλές άλλες ύβρεις σ’ αυτό το χωριό, στον ίδιο βαθμό όπως στο Κιαλιαχπούρ και στο Λερίν.»
ΤΟ ΚΥΒΕΡΝΕΙΟ ΤΟΥ ΚΑΡΣ
ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ - ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΑ
Το Κυβερνείο είχε έκταση 18.250 τ.χ. Το μέγιστο μήκος της εκτάσεως αυτής από βορρά προς νότο ήταν 200 χμ. και το μέγιστο πλάτος από ανατολή προς δύση 180 χμ. Κυριότερες πόλεις ήταν: το Καρς έδρα του Κυβερνείου κείμενη σε υψόμετρο 1750 μ., το Αρταχάν στα 1800 μ., το Σαρίκαμις (Sarıkamış), το Καγκισμάν (Kağızman) στα 1400 μ. και η Όλτη (Oltu) στα 1280 μ. Η πόλη του Καρς απέχει 1.507 χιλιόμετρα από την Κων-σταντινούπολη και 496 από την Τραπεζούντα. Για την ονομασία της πόλεως του Καρς, οι μεν Γεωργιανοί θεωρούσαν πως είναι γεωργιανική λέξη που σημαίνει πύλη, οι δε Αρμέ-νιοι την ετυμολογούσαν από την αρμένικη λέξη Χαρς που σημαίνει νύφη. Είχε 30 χι-λιάδες κατοίκους, εκ των οποίων οι περισσότεροι ήταν Αρμένιοι που ασχολούνταν με το εμπόριο και τις τέχνες, Έλληνες δημόσιοι υπάλληλοι, εργολάβοι, επαγγελματίες και κτη-ματίες και Ρώσοι. Στην πόλη του Καρς έφταναν δυο ελληνικές εφημερίδες: το Φως της Μακεδονίας και η Ακρόπολις Αθηνών.
Η περιοχή του Κυβερνείου διασχίζεται, κυρίως, από τις οροσειρές: Σογανλούκ, Ακ – Μπαμπά, Αλά - Νταγ και τα βραχώδη όρη Καπάχ – Τεπέ στο νότο. Οι οροσειρές αποτε-λούνται από ψηλά όρη. Κατά περιοχές υπάρχουν μεγάλες κοιλάδες, βαθιές χαράδρες και ευμεγέθεις πεδιάδες με πλούσια βλάστηση και άφθονα βοσκοτόπια. Οι πλαγιές των βου-νών είναι ομαλές, καλύπτονται από χόρτο στα χαμηλά και δάση στα ψηλότερα σημεία τους. Οι μεγαλύτεροι ποταμοί που διαρρέουν το Κυβερνείο είναι: Κουρά (Κύρος ποτα-μός), Αράξ,, Καρς – Τσάι, Αρπά – Τσάι και Όλτι – Τσάι. Οι τέσσερις πρώτοι εκβάλλουν στην Κασπία Θάλασσα, ενώ ο τελευταίος αφού ενώνεται με τον Άκαμψι ποταμό (Çoruh), εκβάλλει στη Μαύρη Θάλασσα.
Στα απέραντα βοσκοτόπια του Κυβερνείου μετά την άνοιξη έρχονταν Γεωργιανοί με τα κοπάδια τους για βοσκή. Υπολογίζεται πως κάθε χρόνο έφερναν εκατό με εκατόν πενήντα χιλιάδες πρόβατα.
Ο πληθυσμός του Κυβερνείου αποτελούνταν από: Έλληνες, Ρώσους, Αρμένιους, Τούρκους, Κούρδους-Εζίδγους, Τουρκμένους, Καραπαπάχους, Λεζγίνους, Οσετίνους, Εσθονούς και Μαλακάνους. Ο πληθυσμός αυτός χωριζόταν σε δυο κατηγορίες όσον αφο-ρά τον τρόπο ζωής: στους μονίμως εγκατεστημένους και τους περιφερόμενους σκηνίτες ή νομάδες.
Έτος Πληθυσμός Πηγή
1901 278.616 Μαυρογένης, 1963: 44-45
1907 294.395 Ό.π.: 195
1913 321.954 Ό.π.: 201
370.000 Ι.Κ. Χασιώτης, 1997, σ. 546
1918 365.000 Ό.π.: 201
350.000 Γρηγοριάδης, 1973, σ. 111
Ο συνολικός πληθυσμός του Κυβερνείου Καρς

Έτος Πληθυσμός Χω-ριά Πηγή
1901 34.504 74 Ό.π.: 40-42
1907 40.938 74 Ό.π.: 191-194
1913 45.427 74 Ό.π.: 197-199
48.994 85 Ι.Κ. Χασιώτης, 1997: 549
1918 58.010 74 Ό.π.: 197-199
75.000 81 Γρηγοριάδης, 1973: 111-112
Ο ελληνικός πληθυσμός του Κυβερνείου Καρς
ΔΙΟΙΚΗΣΗ
Η περιοχή του Καυκάσου, που ανήκε στη ρωσική επικράτεια, αποτελούνταν από Κυβερνεία – Νομούς και είχε αντιβασιλέα (Ναμέσνικ) το μέγα δούκα Νικολάι Νικολά-γιεβιτς, αδελφό του τσάρου της Ρωσίας, ο οποίος κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν και αρχιστράτηγος του πολεμικού μετώπου στον Καύκασο. Όσα Κυβερ-νεία είχαν πολιτικό διοικητή – νομάρχη, χαρακτηρίζονταν ως Γκουμπέρνιε, ενώ όσα είχαν στρατιωτικό ως Όμπλαστι και η διοίκησή τους λεγόταν Βαγένο Ναρότνοϊ ου Πραβλένια. Στα Όμπλαστι ο διοικητής (Βογένιγ Γκουπερνάτορ Κάρσοϊγ Όμπλαστι) που διοριζόταν από τον τσάρο τον οποίο και αντιπροσώπευε, ήταν ανώτατος αξιωματικός του ρωσικού στρα-τού, στον οποίο υπαγόταν όλες οι υπηρεσίες της διοικήσεως του Κυβερνείου, εκτός από τις στρατιωτικές υπηρεσίες και τις στρατιωτικές μονάδες. Στα Κυβερνεία εκτός από τους γενικούς νόμους του ρωσικού κράτους ίσχυαν και τοπικοί – ειδικοί νόμοι, εξαρτώμενοι από τις ιδιομορφίες και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε Κυβερνείου.
Το Κυβερνείο αποτελούνταν από τη Διοίκηση Καρς όπου υπάγονταν οι Υποδιοική-σεις Καρς, Σουραγκέλ και Σογανλούκ, από τη Διοίκηση Αρταχάν με τις Υποδιοικήσεις Αρταχάν και Κιόλιας (Göle), στη Διοίκηση Καγκισμάν με τις Υποδιοικήσεις Καγκισμάν και Χοροσάν και στη Διοίκηση Όλτης.
Το Κυβερνείο διοικούνταν από μια στρατιωτικοτοπική διοίκηση, στην οποία συμ-μετείχαν και εκπρόσωποι των εθνοτήτων που κατοικούσαν στα εδάφη του Κυβερνείου.
Διοικητής του Κυβερνείου μέχρι τον Αύγουστο του 1914 ήταν ο γερμανικής κατα-γωγής Ρώσος αντιστράτηγος Φον Παρκάου. Όταν όμως την 1η Αυγούστου η Γερμανία κήρυξε τον πόλεμο στη Ρωσία, η ρωσική κυβέρνηση καθαίρεσε τον Παρκάου και τη θέση του πήρε ο συνταγματάρχης Ντμίτρι Ποτγκούρσκυ, η θητεία του οποίου τερματίστηκε λίγο μετά την επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1917. Τη θέση του κατέλαβε μια επι-τροπή λαϊκών αντιπροσώπων (Ναρόντιε Τεπουτάτοι) αποτελούμενη από τέσσερις κομισά-ριους: ένα Ρώσο, έναν Αρμένιο, τον Έλληνα Ιβάν Βασίλιεβιτς Πολίτοφ και έναν μου-σουλμάνο.
Το Κυβερνείο του Καρς είχε 4 περιφερειακές διοικήσεις (Όκρουγκ, πλήρης ονομα-σία Οκρουζνόγιε ου Πραβλένιε), και ο διοικητής τους (Νατσάλνικ Όκρουγκα) ήταν αξιω-ματικός του στρατού ή της αστυνομίας.
Κάθε περιφερειακή διοίκηση διαιρούνταν σε περιφερειακές υποδιοικήσεις –(Ουτσάκα, πλήρης ονομασία Ουτσαστκόβιγιε ου Πραβλένιε), οι περισσότερες από τις ο-ποίες είχαν στρατιωτικό υποδιοικητή (Νατσάλνικ Ουτσάστκα). Οι υποδιοικητές ήταν α-πόστρατοι αξιωματικοί του στρατού ή της αστυνομίας.
Οι περιφερειακές υποδιοικήσεις περιελάμβαναν περιφερειακά επαρχιακά και κοινο-τικά γραφεία (Σέλσκογιε ου Πραβλένιε ή Σέλσκογιε Όμπστεστβο).
Τα αμιγώς ρωσικά χωριά είχαν δικά τους κοινοτικά γραφεία με επικεφαλής τον Στάροστα, η διοίκηση των οποίων ήταν ανεξάρτητη από αυτή των χωριών των άλλων ε-θνοτήτων.
Στα επαρχιακά γραφεία υπάγονταν δέκα έως τριάντα χωριά με πληθυσμό αποτε-λούμενο από διάφορες εθνότητες και είχαν επικεφαλής τον Κουλαβά (ρωσ. λ. glava = αρ-χηγός, επικεφαλής) που εκλεγόταν κάθε εφτά χρόνια και πληρωνόταν από το ρωσικό τα-μείο. Το επαρχιακό συμβούλιο είχε εφτά μέλη, που εκλέγονταν μετά από ψηφοφορία στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι όλων των χωριών του επαρχιακού γραφείου. Ο Στάροστα και ο Κουλαβάς εκλεγόταν από τους αντιπροσώπους των χωριών με μυστική ψηφοφορί-α.
Πάρεδρος κάθε χωριού ήταν ο Γιούζμπασης (τουρκ. λ. yüzbaşı = λοχαγός) ή Σταρ-σινάς (Βολόσνοϊ Σταρσινά, ρωσ. λ. starşina = πάρεδρος), ο οποίος εκλεγόταν σε συνέλευ-ση (σχοτ, ρωσ. λ. shod = συνέλευση, σύναξη) των κατοίκων, δια βοής ή ανατάσεως των χειρών και εκπροσωπούσε το χωριό στην κοινότητα (Πραβλένια, pravlenie = κοινότητα). Η θητεία του ήταν διετής. Ο πάρεδρος ήταν επιφορτισμένος με την επίλυση των προβλη-μάτων που ενέκυπταν στο χωριό. Μεριμνούσε για τα κοινωφελή έργα, για το συμβιβασμό αντιδίκων, για την ανάθεση αγγαρειών (πεκιάρια) προς το συμφέρον των στρατιωτικών τμημάτων που τύχαινε να περνούν ή να σταθμεύουν στην περιοχή του, για την κατανομή και είσπραξη των φόρων, κ.ά.
Τη διοίκηση του επαρχείου πλαισίωναν: ο γραμματέας (πίσαρος), ο κλητήρας (κι-ζίρτς), ο αγροφύλακας (γουρουχτσής), ο αστυνόμος (νατσάλινικος) με τους χωροφύλακες (στράζνικους), οι ιερείς και οι δάσκαλοι. Τους ιερείς και τους δασκάλους των ελληνικών τους πλήρωνε το χωριό. Αν και δεν ανήκει στη διοικητική ιεραρχεία, είναι χρήσιμο να αναφέρουμε και την ύπαρξη στρατιωτικού νοσοκόμου (φέρσελας), στον οποίο κατέφευγαν οι κάτοικοι των χωριών, αφού είχαν εξαντλήσει όλες τις πιθανότητες ίασης με την πρακτική ιατρική. Για την υποδιοίκηση Κιόλιας υπήρχε ένας φέρσελας στο χωριό Μερτινίκ (σήμερα Göle).
Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΟΠΟΝΤΙΩΝ ΣΤΟ ΚΥΒΕΡΝΕΙΟ
Πριν από το 1878 στα εδάφη της περιφέρειας Καρς υπήρχαν ελάχιστοι Έλληνες: στη συνοικία Βαζίν 15 σπίτια, στο χωριό Ναρμάν 50 σπίτια Ελλήνων κρυπτοχριστιανών, στο Χοβέκ 40 σπίτια ιβηροφώνων Ελλήνων και σε άλλο άσημο χωριό 20 σπίτια.
Από το καλοκαίρι του 1877 μέχρι και το 1884, σημειώνεται αθρόα μετοικεσία-φυγή Ελλήνων Ποντίων από τις νότιες περιοχές του Πόντου προς το νεοσυσταθέν Κυβερνείο του Καρς. Υπολογίζεται πως έφυγαν από τα ενδότερα του Πόντου περίπου 100.000 Έλ-ληνες. Έτσι ο ελληνικός πληθυσμός των περιοχών Θεοδοσιουπόλεως (Ερζερούμ), Χαλδί-ας, Κολωνείας, Σεβάστειας, Νεοκαισάρειας και Αμάσειας μειώθηκε αισθητά.
Οι Έλληνες Πόντιοι που εγκαταστάθηκαν στο Κυβερνείο του Καρς την περίοδο 1877-1884, προέρχονταν κυρίως από τον Πόντο, από την περιοχή της Τσάλκας (σημερινή Γεωργία) και άλλες περιοχές του Αντικαυκάσου. Πολλοί από αυτούς εγκαταστάθηκαν προσωρινά στα εγκαταλειφθέντα από τους μουσουλμάνους χωριά και στη συνέχεια αφού συνέστησαν επιτροπές, αναζήτησαν ιδανικότερες τοποθεσίες όπου και τελικά έχτισαν από την αρχή τα χωριά τους. Για τον αριθμό των οικισμών στους οποίους εγκαταστάθηκαν οι Ελληνοπόντιοι, υπάρχουν αρκετές πηγές που, όμως, δε συμφωνούν μεταξύ τους.
Μητρική γλώσσα των Ποντίων που μετοίκησαν στο Καρς ήταν η ποντιακή και η τουρκική. Μόνο οι κάτοικοι του χωριού Μετζιγκέρτ, της Υποδιοίκησης Χοροσάν μιλού-σαν μια ιδιαίτερη διάλεκτο, τη Μίστιλη, που ήταν ακατάληπτη από τους υπόλοιπους Πόντιους. Όσοι εγκαταστάθηκαν στο χωριό αυτό προέρχονταν από την περιοχή της Και-σάρειας.
Οι κάτοικοι του Κιαλιαχπούρ προτίμησαν τις ορεινές περιοχές της Διοίκησης Αρτα-χάν και εγκαταστάθηκαν στα χωριά: Σαράφ, Σαλούτ, Μεζαράτ και Μερτινίκ (σημ. Göle) της Υποδιοίκησης Κιόλιας και Κιουλιαπέρτ της Υποδιοίκησης Αρταχάν. Μια μικρή ο-μάδα εγκαταστάθηκε στο χωριό Γέιτσα (Διοίκηση Καρς, Υποδιοίκηση Σογανλούκ).
Λόγω έλλειψης κρατικών αρχών, τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης των Ελληνο-ποντίων στο Κυβερνείο, ομάδες άτακτων Κούρδων ληστών λήστευαν τους νεοφερμένους, δημιουργώντας, όχι σπάνια, και αιματηρά γεγονότα. Μπροστά στην κατάσταση αυτή οι Ελληνοπόντιοι οπλίστηκαν, όσο ήταν εφικτό, προκειμένου να διαφυλάξουν τη ζωή και τις περιουσίες τους. Η ρωσική διοίκηση θέλοντας να αποκαταστήσει την τάξη και την ασφάλεια στην περιοχή, αφού υπήρχε ανεπάρκεια σε αστυνομικούς αποφοίτους σχολών, κάλεσε όσους επιθυμούσαν σε εθελοντική κατάταξη στο σώμα της αστυνομίας, ορίζοντας μισθούς ικανοποιητικούς. Οι καταταχθέντες ανήκαν στις χαμηλές κοινωνικές τάξεις και σε περιθωριακές ομάδες, άνθρωποι που δεν είχαν τα απαραίτητα προσόντα για να ασκήσουν με επιτυχία το αστυνομικό έργο τους. Ωστόσο προσέφεραν μια ελάχιστη ασφάλεια και η ζωή έγινε υποφερτή. Όταν αποφοίτησαν οι πρώτοι αστυνομικοί από τις σχολές, αυτοί που είχαν προσληφθεί προηγουμένως απολύθηκαν αφού αποζημιώθηκαν και τις θέσεις του κατέλαβαν οι εκπαιδευμένοι αστυνομικοί. Από το σημείο εκείνο αποκαταστάθηκε η ασφάλεια και ο ελληνικός πληθυσμός του Κυβερνείου μπορούσε πλέον χωρίς εμπόδια να φροντίσει για την πρόοδο και την ευημερία του.
Η ρωσική διοίκηση του Καυκάσου διόρισε μια Κρατική Επιτροπή αποτελούμενη από τον συνταγματάρχη και τοπογράφο-μηχανικό Περέντσοβ, τον αντισυνταγματάρχη και μηχανικό-αρχιτέκτονα Πελεγκάρ, το στρατηγό Χασίμ Πέκοφ (ρωσοϋπήκοος, Πέρσης στην καταγωγή) και τρεις ακόλουθους για να καθορίσουν τα πρωταρχικά μέτρα αποκα-τάστασης των Ποντίων, επισκεπτόμενοι τα χωριά τους. Ως τότε μεταξύ των χωριών δεν υπήρχαν όρια των εκτάσεων δικαιοδοσίας ούτε καμία πρόνοια. Επίσης οι νεοπρόσφυγες δεν είχαν σχέσεις και επαφές με τις ρωσικές αρχές.
Οι τεχνικοί της Επιτροπής έπαιρναν από κάθε χωριό μια ονομαστική κατάσταση του αριθμού των ελληνικών οικογενειών, όπως και των μελών της καθεμιάς, καθόριζαν, χάρασσαν και παρέδιναν σε κάθε οικογένεια ή μεμονωμένο άτομο τους κλήρους τους σε καλλιεργήσιμη γη, διαχώριζαν τα σύνορα του ενός χωριού με το άλλο και κατέγραφαν τις ανάγκες των οικογενειών χωριστά σε καλλιεργητικά μέτρα. Σε μια προσπάθεια να βοη-θήσουν άμεσα τις γεωργικές καλλιέργειες, μοίρασαν σπόρο δημητριακών σε όλους του νεοφερμένους, καθώς και μικρά χρηματικά ποσά για ενίσχυσή τους. Δόθηκε άδεια για την υλοτόμηση πενήντα κορμών ως οικοδομήσιμη ξυλεία και απαλλάχθηκαν από τη φορολο-γία επί ένα έτος.
Όλοι οι νεοφερμένοι στο Κυβερνείο ήταν υποχρεωμένοι να δηλώσουν ποια υπη-κοότητα επιθυμούν να αποκτήσουν, ρωσική ή τουρκική. Την ευθύνη για τη συλλογή των στοιχείων αυτών είχε ο στρατηγός Πέκοφ, ο οποίος συνέλεγε τις δηλώσεις με τη βοή-θεια μιας επιτροπής αποτελούμενης από κατοίκους κάθε χωριού.
Εάν οι Ελληνοπόντιοι προτιμούσαν την τουρκική υπηκοότητα δε θα στρατολογού-νταν από το ρωσικό κράτος αλλά θα εξαγόραζαν με χρήμα την υποχρέωση της στρατιωτι-κής τους θητείας. Επίσης θα έπαιρναν γεωργικούς κλήρους και κατοικίες. Τέλος η ρωσική διοίκηση δε θα παρενέβαινε στην εκπαίδευση, στο κοινοτικό και εκκλησιαστικό καθεστώς των χωριών τους.
Οι Πόντιοι προτίμησαν τη ρωσική υπηκοότητα, με όποια δικαιώματα και υποχρεώ-σεις αυτή συνεπαγόταν. Έχοντας την από αιώνων πικρή εμπειρία της διοίκησης του τουρκικού κράτους, επέλεξαν τη ρωσική υπηκοότητα, ελπίζοντας σε μια καλύτερη ζωή, με τη βοήθεια και των ομόδοξων Ρώσων.
Προκειμένου οι ρωσικές αρχές να δημιουργήσουν τις απαραίτητες βάσεις για τη μετέπειτα ρωσοποίηση των Ποντίων και αφού είχε δοθεί η ρωσική υπηκοότητα, όλα τα επώνυμά τους πήραν τις χαρακτηριστικές καταλήξεις –εφ και –οφ.
Κατόπιν ανακοινώθηκε από την Κρατική Επιτροπή μια δέσμη μέτρων για την οργά-νωση και διοίκηση του Κυβερνείου, που αφορούσε άμεσα τους Έλληνες:
1. η ρωσική κυβέρνηση δεσμεύτηκε να ιδρύσει ρωσικά σχολεία και εκκλησίες,
2. οι Έλληνες θα είναι ισότιμοι με το ρωσικό λαό,
3. μετά την ολοκλήρωση της δωρεάν δημοτικής εκπαίδευσης, όσοι είχαν την οικονομική δυνατότητα μπορούσαν να μπουν σε όποια σχολή επιθυμούσαν για να σπουδάσουν,
4. οι απόφοιτοι των σχολών του ρωσικού κράτους θα μπορούσαν να διοριστούν σε θέ-σεις της στρατιωτικοτοπικής διοίκησης, αρκεί να παρουσίαζαν τα απαραίτητα προσό-ντα και ικανότητες: στρατιωτικοί με δυνατότητα να φτάσουν στα ύπατα αξιώματα της στρατιωτικής ιεραρχίας, χωροφύλακες, δασάρχες και δασοφύλακες, ταχυδρόμοι, σι-δηροδρομικοί υπάλληλοι, στις υγειονομικές υπηρεσίες, κλπ.
Μετά την ολοκλήρωση των διοικητικών μεταρρυθμίσεων στα νεοαποκτηθέντα ε-δάφη, η ρωσική διοίκηση προχώρησε σε δημόσια έργα: άνοιγμα δημοσίων οδών, αποκα-τάσταση των παλαιών, ανέγερση στρατώνων, κλπ.
ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΑΡΤΑΧΑΝ
Η Διοίκηση Αρταχάν περιελάμβανε τις εξής Υποδιοικήσεις: Αρταχάν, Κιόλιας, Πο-σχώφ και Τσαλντίρ, με συνολική έκταση 4.685 τ.χ. Το έδαφός της αποτελείται από ψηλά βουνά, λόφους και πεδινές εκτάσεις σε υψόμετρο άνω των 1800 μέτρων.
Η πόλη του Αρταχάν βρίσκεται σε υψόμετρο 1800 μ. και κατοικούσαν σ’ αυτήν 150 Έλληνες. Απέχει 101 χιλιόμετρα από το Καρς και 51 από το Μερτινίκ. Στην πόλη ήταν και η έδρα του επικεφαλής της στρατιωτικοτοπικής διοίκησης (αξιωματικός του στρατού ή της αστυνομίας).
Στην Υποδιοίκηση του Αρταχάν υπήρχαν τα εξής ελληνικά χωριά: Μπαγτάτ, Πεπε-ρέκ, Τοροσκώφ, Χάσκιοϊ, Σιντισκόμ, Φαχρέλ, Γανάχ, Κιουλιαμπέρτ.
Μέσα από το οροπέδιο του Αρταχάν (Ardahan Platosu) περνά ο Κύρος ποταμός, προερχόμενος από το οροπέδιο της Κιόλιας. Έξω από την πόλη πάνω σε λόφο υπάρχει μεσαιωνικό κάστρο.
Στα εδάφη της Διοίκησης Αρταχάν πριν το 1878 δεν κατοικούσε κανένας Έλληνας. Μετά το 1884, οπότε και ολοκληρώθηκε η εγκατάσταση των Ελληνοποντίων, στη Διοί-κηση Αρταχάν εγκαταστάθηκαν αρκετές χιλιάδες Ελληνοποντίων και στις δυο Υποδιοι-κήσεις: Αρταχάν και Κιόλιας.
Έτος Πληθυσμός Χω-ριά Πηγή
1901 8.959 21 Μαυρογένης, 1963: 41-42
1907 10.583 21 Ό.π.: 192-193
1913 11.625 21 Ό.π.: 198
1918 17.650 21 Ό.π.: 198
17.450 22 Γρηγοριάδης, 1973: 112
Ο ελληνικός πληθυσμός της Διοίκησης Αρταχάν
ΥΠΟΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΙΟΛΙΑΣ
Η Κιόλια είναι ένα εκτεταμένο οροπέδιο σε υψόμετρο, κατά μέσο όρο, 2.000 μ. στο βορειοδυτικό μέρος του Κυβερνείου, με συνολική έκταση 1.472 τ.χ. Περιβάλλεται από χαμηλούς λόφους, έχει περίπου κυκλικό σχήμα και μοιάζει με μια μεγάλη λεκάνη. Το οροπέδιο σχηματίζεται από τα υψώματα της οροσειράς Σογανλούκ, τα οποία μετά το όρος Αλλάχ Εκπέρ που βρίσκεται νοτιοδυτικά της Κιόλιας, λαμβάνουν βορειοανατολική κατεύθυνση. Το ομαλό άνοιγμα των υψωμάτων αυτών είναι η Κιόλια από την οποία πη-γάζει ο Κύρος ποταμός (Kuraçay).
Γύρω από το οροπέδιο υπάρχουν τα εξής όρη: βορειοδυτικά το Γιαλανγούζ Τσαμ (Yalnızçam) με υψόμετρο 2.640 μ. και ύψος αυχένα διάβασης 2545 μ., βορειοανατολικά το Αλαγκιόζ Νταγ (Alagöz Dağ) με υψόμετρο 2485 μ., ανατολικά το Κισίρ Νταγ (Kısır Dağ) 3192 μ., νοτιοανατολικά το Πουγά Τεπέ, νότια το Καμπάκ Νταγ (Kabak Dağ) 3054 μ., νοτιοδυτικά το Αλλάχ Εκπέρ (Allahüekber Dağı) 3111 μ. και δυτικά τα όρη Τσατ Νταγί (Çatdağı) 2558 μ., Χορσάν Νταγ (Horsan Dağ) 2842 μ. και δυτικότερα ακόμη το όρος Αρτανούτς (Ardanuç). Το οροπέδιο διαρρέει ο Κύρος ποταμός, οι πηγές του οποίου είναι κοντά στο, άλλοτε, ελληνικό χωριό Βαργενές. Η μοναδική λίμνη της περιοχής είναι η Αϊγρ Κιόλ, κείμενη στα υψώματα του Πουγά Τεπέ. Η Κιόλια ως τόπος κατεξοχήν ορεινός με μεγάλο υψόμετρο, ήταν τόπος εξορίας των ανεπιθύμητων Ρώσων.
Στο δυτικό μέρος του οροπεδίου (δυτικά του δρόμου Καρς-Αρταχάν και βορειοδυ-τικά του χωριού Μεζαράτ) υπάρχει το όρος Σιρίν Νταού , από το οποίο οι κάτοικοι της Κιόλιας υλοτομούσαν θεόρατα έλατα.
Το οροπέδιο διέσχιζαν παραπόταμοι του Κύρου ποταμού. Την άνοιξη λόγω της τή-ξεως του χιονιού μεταβαλλόταν σε συμπαγές έλος και το καλοκαίρι σε απέραντο χορτο-λίβαδο. Η βλάστηση αποτελούνταν από ψηλά χόρτα, αγριολούλουδα και ελάχιστα δέντρα. Το χόρτο έφτανε στο ύψος ενός μέτριου ανθρώπινου αναστήματος, κυρίως λόγω των πολλών ποταμών. Αν και το έδαφος ήταν πολύ εύφορο, εντούτοις ο βαρύς και μακρύς χειμώνας καθιστούσε απαγορευτική οποιαδήποτε καλλιέργεια. Λιγοστά στρέμματα μονά-χα καλλιεργούνταν με κριθάρι, σίκαλη και σπανιότερα σιτάρι.
Τα χωριά της Κιόλιας αποτελούσαν Περιφερειακή Υποδιοίκηση και υπάγονταν στη Διοίκηση Αρταχάν. Η έδρα της Περιφερειακής Υποδιοίκησης ήταν στο ελληνικό χωριό Ταχτά-Γραν, όπου υπήρχε και το 4ο Τμήμα της έφιππης αστυνομίας, διοικητής της οποίας ήταν ο αξιωματικός Γρηγόριος Παπαδόπουλος. Τα χωριά της Κιόλιας ανήκαν και στα ε-παρχιακά γραφεία των χωριών Βαργενές (ελληνικό) και Οκάμ (κουρδικό).
Στα χωριά της Υποδιοίκησης Κιόλιας κατοικούσαν Έλληνες, Κούρδοι, Αρμένιοι και Τούρκοι. Στην Υποδιοίκηση υπαγόταν 13 αμιγώς ελληνικά χωριά στα οποία εγκατα-στάθηκαν (1877-1884) Ελληνοπόντιοι. Τα ονόματα των χωριών ήταν: Σαράφ, Σαλούτ, Κι-ασιάρ, Μερτινίκ, Μεζαράτ, Ταχτά-Γραν, Βαργενές, Ουτσ-Κιλισέ (τρεις εκκλησιές), Ντεμίρ-Καπού (σιδερένια πόρτα), Ντορτ Κιλισέ (τέσσερις εκκλησιές), Κόγκ, Ζεμζελέκ και Τουρκεσέν. Στην Υποδιοίκηση Κιόλιας κατοικούσαν κυρίως Έλληνες, Κούρδοι, Τούρκοι, Αρμένιοι. Η Κιόλια συνδεόταν με την περιοχή του Αρταχάν μέσω της διάβασης Σουρμέ σε υψόμετρο 2.064 μ., ανάμεσα από ψηλούς λόφους. Στο μέσον της διάβασης αυτής υπήρχε το αμιγές αρμενικό χωριό Ουρούτ.
Έτος Πληθυσμός Χωριά Πηγή
1901 4.873 13 Μαυρογένης 1963: 42
1907 10.583 13 Ό.π.: 192-193
1913 11.625 13 Ό.π.: 198
1918 17.650 13 Ό.π.: 198
17.450 13 Γρηγοριάδης, 1973: 112
1919 6.950 13 Αιλιανός, 1921: 90
Ο ελληνικός πληθυσμός της Υποδιοίκησης Κιόλιας

Τα χωριά Ντορτ Κιλισέ, Τουρκεσέν, Ζεμζελέκ και Κογκ, στη βορειοδυτική γωνιά της Κιόλιας, βρισκόταν δυτικά του επαρχιακού δρόμου Αρταχάν - Μερτινίκ, ανάμεσα σε λόφους με δάση. Τα υπόλοιπα χωριά της Κιόλιας ήταν διασκορπισμένα μέσα στο οροπέ-διο, στις πλαγιές χαμηλών λόφων.
Οι κάτοικοι ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και σε μικρότερο βαθμό με άλλα ε-παγγέλματα: ξυλουργοί, σιδηρουργοί, οικοδόμοι, κλπ. Πολλοί Έλληνες της περιοχής έγι-ναν ιερείς και δάσκαλοι. Άλλοι υπηρέτησαν στο ρωσικό στρατό ως αξιωματικοί (και κα-τείχαν θέσεις στη στρατιωτικοτοπική διοίκηση του Κυβερνείου), στη ρωσική αστυνομία και στην τοπική διοίκηση (πρόεδροι και γραμματείς). Αρκετοί διακρίθηκαν στις επιστήμες, τις τέχνες και τα γράμματα.
Όλοι οι Έλληνες της Κιόλιας ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι. Μιλούσαν την ποντιακή διάλεκτο ως μητρική γλώσσα και ρωσικά. Η ρωσική γλώσσα επιβλήθηκε, γιατί βασική παράμετρος της γενικότερης πολιτικής της τσαρικής Ρωσίας ήταν ο βαθμιαίος εκρωσισμός των κατοίκων. Έτσι η εκμάθηση της ρωσικής προέκυπτε κυρίως μέσω δύο τρόπων: από τους Ρώσους ή ρωσόφωνους δασκάλους – που σε πολλές περιπτώσεις επιβάλλονταν από τη διοίκηση για να διδάξουν σε ελληνικά σχολεία – και από τις καθημερινές επαφές με τους Ρώσους κατοίκους των άλλων χωριών και τους Ρώσους εκπροσώπους της διοίκησης. Σε μικρότερο βαθμό μιλιόταν η τουρκική γλώσσα, όπου το επέβαλαν λόγοι γειτονίας ή συναλλαγών με τους Τούρκους. Χρησιμοποιούσαν επίσης και μια συνθηματική γλώσσα, τα χούστουλίκα (κούστιλία ή γούστιλία σε άλλες περιοχές), κυρίως οι γυναίκες, μεταξύ τους.
Σε πρόσφατο τουρκικό τουριστικό οδηγό στην περιοχή Κιόλιας σημειώνονται ως τουριστικά αξιοθέατα δυο μοναστήρια: Bana Manastiri και Kossori Manastiri και μια εκ-κλησία με την ονομασία Kiaglis. Τα ερείπια των μοναστηριών αυτών βρίσκονται κοντά στα, τότε ελληνικά, χωριά Ντόρτ Κιλισέ, Τουρκεσέν και Κιασιάρ.


ΣΙΑΡΑΦ
ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ - ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΑ
Η περιοχή του χωριού, πριν την έλευση των Ποντίων, ανήκε σε κάποιον μουσουλ-μάνο επ’ ονόματι Σαράφογλου. Έτσι, οι πρόσφυγες που κατοίκησαν στα όρια της περιοχής αυτής έδωσαν το όνομα Σαράφ.
Το χωριό Σαράφ βρισκόταν στα νοτιοδυτικά του οροπεδίου της Κιόλιας, σε υψόμε-τρο 2.280 μ. Τα κοντινότερα ελληνικά χωριά ήταν: βόρεια το Σαλούτ, νότια το Μερτινίκ και δυτικά το Μεζαράτ. Κοντινά χωριά αλλοεθνών ήταν: το κουρδικό Ζιβίν στα ανατολι-κά, το Όχτσι πριν το Μερτινίκ όπως ερχόμαστε από Καρς, το αρμένικο Ρούτ μετά το Κι-ασιάρ και το τουρκικό Σενέτ προς το Μεζαράτ. Στο χωριό Όχτσι υπήρχαν αλατωρυχεία, απ’ όπου έπαιρναν το ορυκτό αλάτι σε μεγάλες πλάκες, χρήσιμο αγαθό για τη διατροφή των βοοειδών. Σε μεγαλύτερη απόσταση, προς τη νοτιοανατολική πλευρά της Κιόλιας, ήταν τα τουρκικά χωριά: Απούρ, Τσαρταγλί ή Τσαρδαχλή, Κουρτουλί και το κουρδικό Λελέ-Βαργενές.
Ανατολικά απλώνονταν τα λιβάδια. Ήταν κτισμένο αμφιθεατρικά σε ένα κατωφερές κοίλωμα που σχημάτιζαν δυο χαμηλοί λόφοι, με ανατολικό προσανατολισμό. Οι κάτοικοι χαρακτήριζαν το χωριό ως ηλιακόν, αφού όλα τα σπίτια έβλεπαν προς την ανατολή. Συ-νολικά πριν τη φυγή είχε 60 περίπου σπίτια.
Μπροστά από το χωριό περνούσε η δημόσια οδός διαρκούς κυκλοφορίας Καρς-Αρταχάν, που ήταν στρωμένη με χαλίκια. Στην ποντιακή διάλεκτο ο δρόμος αυτός λεγό-ταν βασιλιακόν. Παράλληλα με το δρόμο υπήρχε ένα βαθύ χαντάκι, το οποίο τροφοδο-τούνταν με νερό από το ρέμα του χωριού. Το ρέμα (ορμίν) αυτό γέμιζε από τα νερά των βροχών και το λιώσιμο του χιονιού. Περνούσε ανάμεσα από τα σπίτια σχηματίζοντας μια αρκετά βαθιά κοίτη, χωρίζοντας το χωριό σε δυο περίπου ίσα μέρη. Μερικές εκατοντάδες μέτρα ανατολικά από το χωριό έρεε ο ποταμός Αράπαλη, παραπόταμος του Κύρου ποτα-μού.
Η εγκατάσταση των Ελλήνων Ποντίων στο χωριό έγινε μεταξύ καλοκαιριού του 1878 και αρχές του 1882.

Έτος Οικ. Άντρες Γυναίκες Σύνολο Πηγή
1901 49 221 196 417 Μαυρογένης, 1963: 42
1907 58 247 211 458 Ό.π.: 193
436 Στατιστ. Μαρκησίου εξ Αρταχάν (Κάλφογλου, 1908: 117)
449 Κάλφογλου, 1908: 114
1913 75 286 255 541 Μαυρογένης, 1963: 198
Παραμονές του Α΄ Παγκ. Πο-λέμ.
45 σπίτια 511 Χασιώτης, 1997: 548
1918 κατ’ εκτίμηση 750 Μαυρογένης, 1963: 198
750 Γρηγοριάδης, 1973: 112
700 Γρηγοριάδης, 1957: 27
1919 στοιχεία της Ε.Α. Περιθάλ-ψεως 602 Τηλικίδης, 1921
Πληθυσμιακά του Σαράφ

Η μικρή, σχετικά, πληθυσμιακή αύξηση, οφείλεται στις δύσκολες συνθήκες ζωής τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης και στην έλλειψη ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Η παιδική θνησιμότητα ήταν μεγάλη, αν και θα πρέπει να υπήρξε συγκράτηση στις γεννήσεις λόγω των δυσκολιών.
ΚΛΙΜΑ
Το κλίμα της περιοχής ήταν ψυχρό ηπειρωτικό, με ξηρή κι ευχάριστη ατμόσφαιρα ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες. Η θερμοκρασία το καλοκαίρι έφτανε τους 28ο C και το χειμώνα τους –30ο C. Τα πρώτα χιόνια έπεφταν από το Σεπτέμβριο, ενώ από το Νοέμ-βριο όλη η περιοχή σκεπαζόταν από χιόνια ύψους 1 – 1,5 μ. Τέλη Απριλίου με αρχές Μαΐου, που έλιωναν τα χιόνια, τα λιβάδια μετατρέπονταν σε έλος. Οι βροχοπτώσεις ήταν συνηθέστερες από τον Απρίλιο μέχρι και τις αρχές Ιουλίου, διάστημα κατά το οποίο επι-κρατούσε κακοκαιρία. Το φθινόπωρο στην Κιόλια ήταν σύντομο: από αρχές Σεπτεμβρίου ως τέλη Οκτωβρίου. Ως ημέρα έναρξης της χειμερινής περιόδου οι κάτοικοι της Κιόλιας θεωρούσαν την γιορτή του Αγίου Δημητρίου στις 26 Οκτωβρίου και ημέρα λήξης την γιορτή του Αγίου Γεωργίου. Κατά τη διάρκεια του σύντομου φθινοπώρου και της άνοιξης πυκνή ομίχλη (δείσα, πούσ’) σκέπαζε την περιοχή.
ΟΙΚΙΣΤΙΚΑ
Κατά τις προφορικές μαρτυρίες το χωριό κτίστηκε εκ θεμελίων από τους εκ Πόντου προερχόμενους κατοίκους του. Μαρτυρία για προγενέστερη ύπαρξη κτισμάτων στην το-ποθεσία που χτίστηκε το χωριό, δεν προέκυψε από την έρευνα που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια αυτής της εργασίας.
Η τοποθεσία επιλέχτηκε γιατί παρουσίαζε τα εξής πλεονεκτήματα:
1. υπήρχαν λιβάδια με άφθονο χόρτο, απ’ όπου θα εξασφαλίζονταν οι αναγκαίες ποσότη-τες τροφής για τα ζωντανά, προϋπόθεση απαραίτητη αφού όλοι σχεδόν οι νεοφερμένοι ήταν κτηνοτρόφοι,
2. θα μπορούσαν εδώ να αναπτύξουν γεωργικές καλλιέργειες, στο βαθμό βέβαια που το επέτρεπαν οι κλιματολογικές συνθήκες, αφού υπήρχαν διαθέσιμα πολλές χιλιάδες στρέμματα,
3. περιβαλλόταν από λόφους οι οποίοι μείωναν την ένταση των ανέμων και κυρίως των βοριάδων,
4. ήταν στραμμένη προς την ανατολή και έτσι εξασφαλιζόταν ο καλός φωτισμός των σπι-τιών και η εκμετάλλευση της ηλιακής θερμότητας,
5. ήταν κατωφερής, με κλίση 10 –15% και έτσι αποστραγγίζονταν καλύτερα τα νερά της βροχής και τα νερά από το λιώσιμο του χιονιού. Άλλωστε η κλίση του εδάφους ήταν απαραίτητη αφού η οικοδομική τεχνική που γνώριζαν οι κτίστες προϋπέθετε κατωφέ-ρεια εδάφους με υψομετρική διαφορά,
6. βρισκόταν δίπλα στον επαρχιακό δρόμο Καρς-Αρταχάν,
7. μπροστά απλωνόταν το οροπέδιο της Κιόλιας με άφθονα νερά για το πότισμα των ζώ-ων,
1. απείχε τρία χιλιόμετρα από το Σαλούτ, δυόμισι από το Μερτινίκ και πέντε από το Με-ζαράτ. Στα χωριά αυτά κατοικούσαν συγγενικές οικογένειες και έτσι θα μπορούσαν να έχουν συχνότερες επαφές.
Υπάρχει ένας προβληματισμός σχετικά με την επιλογή των κατοίκων του Σαράφ να χτίσουν νέο οικισμό. Θα μπορούσαν ερχόμενοι, να κατοικήσουν στα κοντινά χωριά που είχαν εντωμεταξύ εγκαταλειφθεί από τους Τούρκους, όπου θα είχαν όλα τα προαναφερό-μενα πλεονεκτήματα, αποφεύγοντας την κοπιώδη εργασία για την ανέγερση νέων σπιτιών. Επιπρόσθετα θα συνοικούσαν με τους συγγενείς και συγχωριανούς τους (από το Κιαλιαχπούρ), προϋπόθεση αναγκαία, αφού πολλές πτυχές της κοινωνικής ζωής είχαν ά-μεση εξάρτηση από τις οικογενειακές δομές.
Μόνο υποθετική μπορεί να είναι η απάντηση. Η εγκατάσταση κατά τα έτη 1878-1882 έγινε σταδιακά. Είναι πολύ πιθανό, όσοι έφτασαν τελευταίοι στην Κιόλια να μη βρήκαν άδεια σπίτια στα οποία θα μπορούσαν να εγκατασταθούν. Πιεζόμενοι από την ανάγκη για εξεύρεση άμεσης λύσης, αναγκάστηκαν να χτίσουν έναν νέο οικισμό και έτσι να προέκυψε το χωριό Σαράφ, η τοποθεσία του οποίου πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις που προαναφέρθηκαν.
Όλα τα γύρω χωριά, εκτός του Σαλούτ, προϋπήρχαν. Πριν το 1878 κατοικούνταν από μουσουλμανικούς πληθυσμούς, οι οποίοι τα εγκατέλειψαν, αφού το Κυβερνείο πε-ριήλθε στους Ρώσους. Οι νεοερχόμενοι Πόντιοι είτε εγκαταστάθηκαν στα εγκαταλειμμέ-να σπίτια, φροντίζοντας ταυτόχρονα να τα προσαρμόσουν στις δικές τους ανάγκες και συνήθειες, κάνοντας και τις ανάλογες τροποποιήσεις είτε σε πρόχειρες καλύβες μέχρις ότου χτίσουν καινούρια σπίτια. Στην οικοδόμηση των νέων σπιτιών προχώρησαν αφού πήραν άδεια από τη διοίκηση να υλοτομήσουν δέντρα από τα γύρω βουνά.
Στη μέση του Σαράφ περνούσε ένα ρέμα που κατέβαζε τα νερά της βροχής. Τα σπί-τια ήταν μοιρασμένα στις δυο πλευρές του ρέματος και χτισμένα αμφιθεατρικά.
Τα κτίσματα του χωριού σχημάτιζαν ένα πολύγωνο (πεντάγωνο), η βάση του οποίου ήταν παράλληλη με την επαρχιακή οδό που περνούσε μπροστά από το χωριό. Στο χαμη-λότερο σημείο, κοντά στο δρόμο και σε απόσταση περίπου δέκα μέτρων, ήταν χτισμένα τα πρώτα σπίτια. Ανεβαίνοντας προς τα επάνω τα κτίσματα λιγόστευαν έτσι ώστε να μει-ώνεται και το πλάτος του οικισμού. Στο επάνω μέρος του χωριού ήταν η εκκλησία και το σχολείο που αποτελούσαν και την κορυφή του πενταγώνου.
Η αφθονία χώρου βοηθούσε ώστε τα σπίτια να χτιστούν σε αρκετή απόσταση το ένα από το άλλο. Την επιλογή αυτή υπαγόρευε το γεγονός ότι κάθε σπίτι είχε πολλά βοοειδή και πρόβατα και συνεπώς έπρεπε να υπάρχουν ελεύθεροι χώροι στους οποίους θα κινούνται. Ακόμη έπρεπε να υπάρχει μεγάλη αυλή για να μπορεί κάθε οικογένεια να κάνει διάφορες γεωργικές εργασίες. Λόγω έλλειψης αποθηκευτικών χώρων, τα κομμένα χόρτα και η πλινθοποιημένη κοπριά (κουσκούρια) στοιβάζονταν σε θημωνιές με πυραμοειδές σχήμα στις αυλές των σπιτιών. Επίσης τα λιγοστά γεωργικά εργαλεία τοποθετούνταν σε συγκεκριμένους σκεπαστούς χώρους στις αυλές.
Το χωριό χωριζόταν σε γειτονιές συγγενών, έτσι ώστε τα άτομα που ανήκαν σε ένα σόι να κατοικούν σε γειτονικά σπίτια. Οι γειτονιές αυτές έπαιρναν το όνομά τους από το επώνυμο των κατοίκων τους: Κασκαμανάντων, Γνωσάντων, Κατικιριάντων, Κοϊταράντων, Κοπαλάντων, Λιαρετάντων, Πανάντων, Παρκοσάντων ή Τεμιρτζάντων Πατουλάντων, Σαπρανάντων, Σαχπαζάντων, Τοσπλατάντων, Τσαπνάντων. Η αναφορά σε συγκεκριμένα σπίτια που κατοικούσαν μικρές ολιγομελής οικογένειες γινόταν με το παρωνύμιο του αρχηγού: Τελή-Κιασή, Τινινή, κλπ.
ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ
Η κατάληψη των εδαφών του Κυβερνείου από τους Ρώσους, δεν επέφερε καμία ουσιαστική μεταβολή στο ιδιοκτησιακό καθεστώς, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί με την τουρκική αγροτική νομοθεσία.
Μετά την συμφωνία της Κωνσταντινουπόλεως του 1879, η ρωσική διοίκηση προέβη στην καταγραφή του εναπομείναντος πληθυσμού, καθώς και όσων είχαν πρόσφατα μετοικήσει στα εδάφη του νεοσύστατου Κυβερνείου. Έγινε έλεγχος των τίτλων ιδιοκτη-σίας που κατείχαν οι μουσουλμάνοι που εγκατέλειψαν το Κυβερνείο, με σκοπό να αποζη-μιωθούν.
Μετά το 1885 και αφού ολοκληρώθηκε η εγκατάσταση των νεοεισελθέντων στο Κυβερνείο χριστιανικών πληθυσμών, η ρωσική διοίκηση συνέστησε επιτροπή από τοπο-γράφους, γεωπόνους, αγρονόμους και διοικητικούς υπαλλήλους, έργο της οποίας ήταν ο καθορισμός των συνόρων των εδαφών κάθε χωριού, ανάλογα με τον πληθυσμό τους. Η παραχώρηση των εκτάσεων σε κάθε χωριό έγινε ανάλογα με τις διαθέσιμες εκτάσεις και τον αριθμό των κατοίκων του χωριού. Στην παραχωρούμενη έκταση υπολογίστηκε κι ένα 30% επιπλέον για τη μελλοντική αύξηση του πληθυσμού.
Η διανομή των εδαφών δημιούργησε προστριβές με τους εναπομείναντες ντόπιους κατοίκους γιατί πολλά από τα χωράφια και τα βοσκοτόπια τους υπάχθηκαν στα όρια των νέων κοινοτήτων.
Η γη ήταν κοινοτική ιδιοκτησία και οι κάτοικοι δεν είχαν δικαιώματα αγοραπωλη-σίας. Κάθε εφτά χρόνια γινόταν αναδιανομή της γης, λόγω της σημαντικής αυξομείωσης των μελών των οικογενειών. Η αναδιανομή γινόταν από κατοίκους των χωριών με τη βοήθεια κάποιου ο οποίος είχε γνώσεις γεωμετρίας, χωρίς καμία παρέμβαση από μέρους του ρωσικού κράτους. Ο γεωργικός κλήρος που αντιστοιχούσε σε κάθε οικογένεια ήταν μικρός και αυτό ήταν ένας παραπάνω λόγος οι κάτοικοι του Σαράφ να ασχολούνται πε-ρισσότερο συστηματικά με την κτηνοτροφία. Άλλωστε η καλλιέργεια γης περιοριζόταν από τις κλιματολογικές συνθήκες. Για τη χρήση της γης πλήρωναν φόρους (μαχτάδες) κάθε χρόνο.
Ο καταρτισμός των ανωτέρω ειδικών διατάξεων άρχισε το 1883 και τελείωσε το 1887. Δεν εγκρίθηκαν όμως με Βασιλικό Διάταγμα όπως προβλεπόταν, εν αναμονή της επεξεργασίας και της συμπληρώσεώς τους κι έτσι το ζήτημα της αγροτικής ρύθμισης των γαιών παρέμεινε εκκρεμές.
Στις προφορικές μαρτυρίες που συλλέχθηκαν για την εργασία αυτή, προβάλλεται έντονα ο ισχυρισμός ότι η εγκατάσταση των Ποντίων στο Κυβερνείο του Καρς είχε προ-σωρινό χαρακτήρα, μόνο για σαράντα χρόνια, ισχυρισμός που πολλές φορές επαναλαμ-βάνεται και από τους απόγονους της πρώτης γενιάς. Η απροθυμία της ρωσικής κυβέρνησης να ρυθμίσει οριστικά το ζήτημα της αγροτικής νομοθεσίας, η ιδιόμορφη στρατιωτι-κοτοπική διοίκηση που επιβλήθηκε στο Κυβερνείο, η γεωστρατηγική σημασία της περιο-χής, η συλλογική μνήμη που έβλεπε σε κάθε νέο ξεριζωμό την επιβεβαίωση των φόβων και των επιφυλάξεων και η δυσπιστία απέναντι στις πολιτικές των ισχυρών δυνάμεων της εποχής, οπωσδήποτε συνέβαλαν στη διαμόρφωση αυτού του ισχυρισμού. Αν και κάτι τέ-τοιο δεν επιβεβαιώνεται από τις μέχρι σήμερα δημοσιευμένες πηγές, ωστόσο, και στο βαθμό που θέλουμε να εξετάσουμε τη βασιμότητα του ισχυρισμού αυτού, θα πρέπει να ερευνηθούν οι ειδικές ρωσοτουρκικές συμφωνίες του Πρωτοκόλλου της Κωνσταντινού-πολης της 8ης Φεβρουαρίου 1879.
ΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ
Οι κάτοικοι του χωριού αποτελούσαν μια συμπαγή ομάδα, η οποία μετακινήθηκε από τον Πόντο (Κιαλιαχπούρ). Αριθμητικά δεδομένα για κάθε οικογένεια χωριστά, δεν στάθηκε δυνατό να προσδιοριστούν.
Οι συγγενικές οικογένειες κατοικούσαν σε γειτονικά σπίτια, δημιουργώντας κατά κάποιο τρόπο συνοικίες-γειτονιές συγγενών. Στο χωριό το 1918 υπήρχαν 75 περίπου οι-κογένειες.
Μέχρι τον ερχομό τους στην Ελλάδα, τα επώνυμα σχεδόν όλων των κατοίκων εί-χαν, υποχρεωτικά λόγω της ρωσικής διοίκησης, την κατάληξη –οφ και -εφ. Οι ελληνικές καταλήξεις προστέθηκαν από τις ελληνικές αρχές, κατά την άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα με τα ίδια κριτήρια που ίσχυσαν και για όλους τους άλλους πρόσφυγες Ποντίους.
Ακολουθεί πίνακας των οικογενειών που διέμεναν στο Σαράφ, στον οποίο περιλαμ-βάνονται τα οικογενειακά επώνυμα, καθώς και το βαφτιστικό όνομα κάθε αρχηγού οικο-γενείας. Καταγράφονται τα ονόματα όσων λίγο πριν το ξεριζωμό ήταν παντρεμένοι, είχαν δηλαδή δική τους οικογένεια. Ο αριθμός των οικογενειών δεν συμπίπτει με τον αριθμό των σπιτιών του χωριού. Σε μερικά από τα σπίτια κατοικούσαν περισσότερες από μια οικογένειες, για δυο κυρίως λόγους: επειδή έπρεπε στο πατρικό σπίτι να μείνει μαζί με τους γονείς του κάποιο από τα παιδιά και μετά το γάμο του ή γιατί δεν υπήρχε η δυνα-τότητα να χτιστούν καινούρια σπίτια για τα νιόπαντρα ζευγάρια. Σημειώνονται και άλλα στοιχεία που αφορούν κάθε οικογένεια ή αρχηγό οικογένειας: το προσωνύμιο, το επάγ-γελμα και ο τόπος της οριστικής εγκατάστασης στην Ελλάδα. Ακόμα δίνονται τα ονόματα όσων ήταν αρχηγοί οικογενειών και απεβίωσαν στο Σαράφ την τελευταία δεκαετία πριν το ξεριζωμό.
1. ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ (Κοϊταράντ’)
 Αθανάσιος (Θανάης τη Κοϊτάρ’), δάσκαλος, Τριπόταμος Φλώρινας
 Αλέξης, κτηνοτρόφος, έπαιζε λύρα, Τριπόταμος Φλώρινας
 Βασίλειος, κτηνοτρόφος, Τριπόταμος Φλώρινας.
 Γεώργιος, δάσκαλος, Τριπόταμος Φλώρινας.
 Θεόδωρος, κτηνοτρόφος, Τριπόταμος Φλώρινας.
2. ΑΜΑΝΑΤΙΔΗΣ
 Ιωάννης, έμπορος, σε χωριό της Έδεσσας.
 ----------, σε χωριό της Έδεσσας.
3. ΑΝΔΡΙΑΝΙΔΗΣ (Τσαπνάντ’)
 Βασίλειος, Θεσσαλονίκη
 Νικόλαος, κτηνοτρόφος, Περιστέρι Κιλκίς.
4. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ (Σαχπαζάντ)
 Αθανάσιος, αξιωματικός ρωσικού στρατού, Νεοχωράκι Φλώρινας.
 Γεώργιος, Νεοχωράκι Φλώρινας.
 Θεόδωρος (Μώρον), Νεοχωράκι Φλώρινας.
 Κωνσταντίνος, Νεοχωράκι Φλώρινας.
 Λουκάς, δάσκαλος, Νεοχωράκι Φλώρινας.
 Παύλος, Νεοχωράκι Φλώρινας.
 Ταμάμα, Νεοχωράκι Φλώρινας.
5. ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ
 Κωνσταντίνος (Τελή-Κιασή), χωροφύλακας (στράζνικος) της τσαρικής αστυνομίας, εξαφανίστηκε κατά την Οκτωβριανή Επανάσταση, οι απόγονοί του στον Τριπόταμο Φλώρινας.
6. ΙΟΡΔΑΝΙΔΗΣ (Τοσπλατάντ’)
 Αλέξης, κτηνοτρόφος, Νεοχωράκι Φλώρινας.
 Ισαάκ, κτηνοτρόφος, Κεντρικό Κιλκίς.
 Κωνσταντίνος (Κώτας), δάσκαλος, Κεντρικό Κιλκίς.
 Σάββας, κτηνοτρόφος, Κεντρικό Κιλκίς.
 Σάρης, Κεντρικό Κιλκίς.
 Χρήστος, κτηνοτρόφος, Νεοχωράκι Φλώρινας.
7. ΚΑΣΚΑΜΑΝΙΔΗΣ (Κασκαμανάντ’)
 Αδάμ, κτηνοτρόφος, απεβίωσε στο Σαράφ.
 Αναστάσιος, κτηνοτρόφος, απεβίωσε στο Πυργωτό Κιλκίς, οι απόγονοί του στον Τριπόταμο Φλώρινας.
 Βασίλειος, κτηνοτρόφος, απεβίωσε στο Περιστέρι Κιλκίς, οι απόγονοί του στον Τριπόταμο Φλώρινας.
 Γεώργιος του Γρηγορίου, κτηνοτρόφος, απεβίωσε στο Περιστέρι Κιλκίς, οι από-γονοί του στον Τριπόταμο Φλώρινας.
 Γεώργιος του Κωνσταντίνου (Χατζής), κτηνοτρόφος, απεβίωσε στο Περιστέρι Κιλκίς, οι απόγονοί του στον Τριπόταμο Φλώρινας.
 Θύμιος, κτηνοτρόφος-έμπορος, απεβίωσε στο Σαράφ, οι απόγονοί του στο Περι-στέρι Κιλκίς.
 Ιάκωβος, κτηνοτρόφος-έμπορος, απεβίωσε στο Περιστέρι Κιλκίς, όπου και εγκα-ταστάθηκαν οι απόγονοί του.
 Ιωάννης του Γεωργίου (βλ. παραπάνω Γεώργιος του Γρηγορίου), αστυνομικός της τσαρικής αστυνομίας, Τριπόταμος Φλώρινας.
 Κοσμάς (Πουλούτς), κτηνοτρόφος, Άγιος Βαρθολομαίος Φλώρινας.
8. ΚΑΤΙΚΑΡΙΔΗΣ (Κατικιριάντ’)
 Δημήτριος, κτηνοτρόφος, απεβίωσε στο Σαράφ, οι απόγονοι στον Τριπόταμο Φλώρινας.
 Λάζαρος, κτηνοτρόφος, απεβίωσε στο Σαράφ, οι απόγονοι στον Τριπόταμο Φλώ-ρινας.
 ----------- (Παϊράς ), κτηνοτρόφος, Νεοχωράκι Φλώρινας
9. ΚΕΣΙΔΗΣ (Κεσάντ’)
 Αθανάσιος, είχε το μοναδικό κατάστημα στο Σαράφ, απεβίωσε στο Περιστέρι Κιλκίς, οι απόγονοί του στην Κολχική Φλώρινας.
10. ΚΟΪΜΤΣΙΔΗΣ (Τινινάντ’)
 Αναστάσιος, κτηνοτρόφος, απεβίωσε στο Σαράφ, οι απόγονοί του στον Άγιο Βαρ-θολομαίο Φλώρινας.
11. ΚΟΠΑΛΙΔΗΣ (Κοπαλάντ’)
 Βλαδίμηρος (Βλάτης), κτηνοτρόφος, Περιστέρι Κιλκίς.
 Γεώργιος, κτηνοτρόφος, Περιστέρι Κιλκίς.
 Παύλος, κτηνοτρόφος, Περιστέρι Κιλκίς.
12. ΛΙΑΡΕΤΙΔΗΣ (Λιαρετάντ’)
 Αβραάμ, Κεντρικό Κιλκίς.
 Αλέξανδρος, Κεντρικό Κιλκίς.
 Ισαάκ, Κεντρικό Κιλκίς.
 Παύλος, Κεντρικό Κιλκίς.
 Πέτρος, Κεντρικό Κιλκίς.
 Χρήστος, Κεντρικό Κιλκίς.
13. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ (Γνωσάντ’)
 Ευστάθιος, κτηνοτρόφος, Τριπόταμος Φλώρινας.
 Κωνσταντίνος (Κώτας), κτηνοτρόφος, Νεοχωράκι Φλώρινας.
 Συμεών, κτηνοτρόφος, απεβίωσε στο Σαράφ, οι απόγονοί του στον Τριπόταμο Φλώρινας.
 Χαράλαμπος, κτηνοτρόφος, Νεοχωράκι Φλώρινας.
 ……………….
14. ΠΑΝΙΔΗΣ ( Πανάντ’)
 Αλέξης, κτηνοτρόφος, Άγιος Βαρθολομαίος Φλώρινας.
 Δαμιανός, κτηνοτρόφος, Άγιος Βαρθολομαίος Φλώρινας.
 Κυριάκος, έφιππος αστυνομικός της τσαρικής αστυνομίας, Τριπόταμος Φλώρινας
 Κωνσταντίνος, κτηνοτρόφος, Άγιος Βαρθολομαίος Φλώρινας.
 Μύρων, κτηνοτρόφος, Άγιος Βαρθολομαίος Φλώρινας.
 Σάββας, κτηνοτρόφος, Τριπόταμος Φλώρινας.
 Στέφανος, κτηνοτρόφος, Άγιος Βαρθολομαίος Φλώρινας.
 Χρήστος, κτηνοτρόφος, Άγιος Βαρθολομαίος Φλώρινας.
15. ΠΑΡΚΟΣΙΔΗΣ (Παρκοσάντ’-Τεμιρτζάντ’)
 Αλέξης, δάσκαλος, Κεντρικό Κιλκίς.
 Γεώργιος (Σαλτάτον), δάσκαλος, Περιστέρι Κιλκίς.
 Δαμιανός, Κεντρικό Κιλκίς.
 Θεόδωρος, Κεντρικό Κιλκίς.
 Θεόφιλος, απεβίωσε στη Ρωσία, οι απόγονοί του στο Κεντρικό Κιλκίς.
 Ισαάκ, Κεντρικό Κιλκίς.
 Ιώβ (Γιέβον), δάσκαλος, Ριζάρι Πέλλας.
 Σάββας, Κεντρικό Κιλκίς.
 Στέφανος, ιερέας και δάσκαλος στο Σαράφ, Κεντρικό Κιλκίς.
16. ΠΑΤΟΥΛΙΔΗΣ (Πατουλάντ’)
 Γεώργιος, κτηνοτρόφος, απεβίωσε στο Καραμπουρνάκι Καλαμαριάς, οι απόγονοί του στον Τριπόταμο Φλώρινας.
 Ισαάκ, κτηνοτρόφος, απεβίωσε στο Καραμπουρνάκι Καλαμαριάς, οι απόγονοί του στον Τριπόταμο Φλώρινας.
 Κωνσταντίνος, κτηνοτρόφος, Τριπόταμος Φλώρινας.
17. ΠΑΥΛΙΔΗΣ
 Ανδρέας, κτηνοτρόφος, απεβίωσε στο Σαράφ, οι απόγονοί του στον Τριπόταμο Φλώρινας.
18. ΣΑΠΡΑΝΙΔΗΣ (Σαπρανάντ’)
 Αβραάμ (Βράχον), Κεντρικό Κιλκίς.
 Ανανίας, Κεντρικό Κιλκίς.
 Αθανάσιος, Κεντρικό Κιλκίς.
 Αλέξης, λοχαγός του τσαρικού στρατού, Νεοχωράκι Φλώρινας.
 Θεόδωρος, Κεντρικό Κιλκίς.
 Ιωάννης, Κεντρικό Κιλκίς.
 Μορίκος, Νεοχωράκι Φλώρινας.
 Συμεών, Κεντρικό Κιλκίς.
 Σωκράτης, Κεντρικό Κιλκίς.
 Χρήστος, Νεοχωράκι Φλώρινας.
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Όλες οι ορθόδοξες εκκλησίες του Κυβερνείου υπαγόταν στην Ιερά Σύνοδο της Αρ-χιεπισκοπής της Γεωργίας του Καυκάσου, με έδρα την Τιφλίδα και με Ρώσο ορθόδοξο μητροπολίτη, και στο Ρώσο πρωθιερέα (Μπλαγοτσίνι) με έδρα το Καρς. Στην έδρα κάθε διοικήσεως (το Σαράφ υπαγόταν στη Διοίκηση Αρταχάν) ήταν τοποθετημένος ως αρχιε-ρατικός επίτροπος ένας ιερέας. Το 1913 αρχιερατικός επίτροπος στο Αρταχάν ήταν ο ιερέας Ιωάννης Ι. Καριπίδης, μέλος του Εθνικού Συμβουλίου των Ελλήνων της Αρμενίας. Απεβίωσε στην Καλαμαριά.
Στα χωριά του Καρς, η εκκλησία και το σχολείο ήταν χτισμένα σε περίοπτη θέση, συνήθως στο ψηλότερο σημείο του χωριού, εάν αυτό ήταν δυνατό. Η προτίμηση αυτή πήγαζε από ένα βαθύτερο συναίσθημα και μιαν ανάγκη. Οι Πόντιοι, όπως άλλωστε και το μεγαλύτερο μέρος του Ελληνισμού, ήταν από τον 15ο αιώνα υπόδουλοι της οθωμανικής αυτοκρατορίας, με ότι αρνητικό αυτό συνεπάγεται όσον αφορά την εθνική συνείδηση και τη θρησκεία.
Η συσσωρευμένη από γενιές αίσθηση της έλλειψης έκφρασης βασικών στοιχείων της εθνικής, θρησκευτικής και προσωπικής υπόστασης, σε συνδυασμό με την καταπίεση και τη βιαιότητα, ώθησαν τους Ποντίους του Καρς να εκδηλώσουν με τον πιο φανερό τρόπο την εθνική και θρησκευτική τους ταυτότητα, χτίζοντας τις εκκλησίες και τα σχολεία σε εξέχουσες θέσεις. Συνηγορούσε το γεγονός ότι τώρα υπαγόταν στην ρωσική επι-κράτεια και ήταν εξασφαλισμένη η ελευθερία, ως ένα βαθμό, έκφρασης των βασικών εκ-φάνσεων της ζωής.
Στο Σαράφ η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου ήταν χτισμένη στο άνω βόρειο μέρος του οικισμού (ψηλότερα από το σπίτι του Κατικαρίδη [Παϊρά]), περιβαλλόταν από πέτρινο αυλόγυρο, μέσα στον οποίο ήταν και τα νεκροταφεία. Για το χτίσιμο της εκκλησίας ζητήθηκε άδεια από τον Αρχιεπίσκοπο Τιφλίδας και η δαπάνη βάρυνε αποκλειστικά τους κατοίκους του χωριού.
Το κτίριο της εκκλησίας χτίστηκε από ντόπια, ελαφρώς επεξεργασμένη, πέτρα, σε σχήμα ορθογωνίου παραλληλογράμμου, χωρίς υπερώο. Το ιερό αποτελούνταν από λιθο-δομή σε σχήμα ημικυκλίου. Και εδώ, όπως και τα υπόλοιπα κτίσματα, το κτίριο σκεπαζό-ταν από χωματοσκεπή, η οποία εξασφάλιζε τη στεγανότητα καθώς και τη διατήρηση των κατάλληλων ανά εποχή θερμοκρασιών. Η σημασία όμως του κτιρίου – και λόγοι ανάδει-ξής του από τα υπόλοιπα κτίσματα του χωριού – επέβαλε στους κατοίκους να φροντίζουν ώστε αυτό να ξεχωρίζει. Έτσι η χωματοσκεπή σκεπαζόταν από μια δίκλιτη ξύλινη στέγη, αποτελούμενη από σανίδια (στραφίλια), τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο. Είχε παρά-θυρα στη βόρεια και νότια πλευρά της, με χρωματιστά τζάμια και όλοι οι τοίχοι ήταν έξω από το χώμα, σε αντίθεση με τα σπίτια των οποίων η βορινή πλευρά καλυπτόταν από χώ-μα. Το οικοδόμημα ήταν σοβατισμένο με ασβεστοκονίαμα και ασβεστωμένο εσωτερικά και εξωτερικά.
Εφημέριος της εκκλησίας κατά το ξεριζωμό ήταν ο Στέφανος Παρκοσίδης, ο οποίος ήταν ταυτόχρονα δάσκαλος και διευθυντής του σχολείου. Ψάλτης ήταν ο Σάββας Πανίδης (τη Πάνονος).
Φεύγοντας από το χωριό οι τελευταίοι κάτοικοι, πήραν από την εκκλησία τις εικόνες. Δυο από τις εικόνες αυτές βρίσκονται ακόμη και σήμερα στην παλιά εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στον Τριπόταμο Φλώρινας.
Το χωριό επισκέπτονταν τακτικά καλόγεροι και ηγούμενοι των μοναστηριών του Πόντου, διενεργώντας εράνους.
ΚΤΙΣΜΑΤΑ - ΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ
Κατά την είσοδό τους στο Κυβερνείο, οι Πόντιοι εγκαταστάθηκαν στα εγκαταλε-λειμμένα σπίτια των μουσουλμάνων που έφυγαν στα εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατο-ρίας. Όπως αναφέρθηκε, το Σαράφ κτίστηκε εκ θεμελίων. Τα σπίτια ήταν μονώροφα, α-πλά, απέριττα και εξυπηρετούσαν βασικές ανάγκες. Πολλοί από τους κατοίκους ήταν οι-κοδόμοι, άλλωστε όλοι λίγο πολύ ήξεραν να χτίζουν.
Η τεχνική που υιοθετήθηκε κατά την οικοδόμηση των σπιτιών και των άλλων απα-ραίτητων κτιρίων και βοηθητικών χώρων, εξαρτιόταν απόλυτα από: α) τις κλιματολογικές συνθήκες της Κιόλιας, β) τον τρόπο ζωής των νεοερχόμενων και γ) τις επαγγελματικές δραστηριότητές τους. Τα υλικά που χρησιμοποιούσαν για το κτίσιμο ήταν άφθονα στην περιοχή: πέτρες, ξυλεία και αργιλόχωμα.
Εκμεταλλεύονταν την κατωφέρεια της πλαγιάς, έτσι ώστε το σπίτι που θα χτίσουν να προστατεύεται από το κρύο, τους δυνατούς βοριάδες και τις χιονοθύελλες. Επέλεγαν ένα σημείο της πλαγιάς και έσκαβαν δημιουργώντας ένα μεγάλο κενό, σαν «σκαλοπάτι». Ο χώρος που προέκυπτε ήταν περίπου παραλληλεπίπεδος και αρκετά μεγάλος. Τη δυτική και εν μέρει τη βόρεια και νότια πλευρά του χώρου αποτελούσαν οι κατακόρυφοι χωμάτι-νοι τοίχοι που προέκυπταν.
Για τα θεμέλια άνοιγαν χαντάκι βάθους ενός περίπου μέτρου, τοποθετούσαν μεγάλες και ελαφρώς πελεκημένες πέτρες αρμολογημένες με αργιλόχωμα. Οι τοίχοι (περβόλια ή περγόλια), πάχους 0,80 μ.-1 μ ήταν χτισμένοι από τεμάχια κατεργασμένου πωρόλιθου αρμολογημένα με ασβεστοκονίαμα και έφταναν σε ύψος τα 2,50-3 μέτρα. Ανάμεσα στις πελεκημένες πέτρες των τοίχων τοποθετούσαν ξύλινα δοκάρια για να είναι πιο σταθεροί. Σοβάτιζαν τους τοίχους με ασβεστοκονίαμα μέσα στο οποίο έριχναν και άχυρα και τους ασβέστωναν.
Η στέγη του σπιτιού ήταν απόλυτα προσαρμοσμένη στις κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούσαν στην Κιόλια. Πάνω στους τοίχους τοποθετούσαν οριζόντια και παράλ-ληλα μεγάλους κορμούς (δόκια) από έλατα, πάνω σε αυτούς μικρότερους και λεπτότερους κορμίσκους (μαρτάκια), ύστερα ένα στρώμα από άχυρα (αχύρια) και πελεκούδια (τσόβια), μετά λάσπη από αργιλόχωμα και τέλος έριχναν πολλά κυβικά χώματος σε ύψος 0,80 ως 1 μέτρο. Με έναν λίθινο κύλινδρο (κυλίντρ’ ή κατόκ’) καταπατούσαν το χώμα, ώστε να γίνει συμπαγές και σκληρό. Η όλη κατασκευή στηριζόταν στους περιμετρικούς και εσωτερικούς τοίχους, καθώς και σε χοντρούς κορμούς δέντρων (στουλάρια) που υπήρχαν στο εσωτερικού του σπιτιού.
Ο τύπος αυτός της στέγης ονομαζόταν ρδανίν και εξασφάλιζε ζέστη το χειμώνα, δροσιά το καλοκαίρι και προστασία από τα επικίνδυνα καιρικά φαινόμενα. Είχε μικρή κλίση προς τη βόρεια ή νότια πλευρά ώστε να αποστραγγίζονται τα νερά της βροχής και του λιωμένου χιονιού. Στις άκρες των τριών πλευρών του το ρδανίν είχε μικρά αναχώματα ύψους 0,20 μ. ώστε τα νερά να εμποδίζονται και να μην πέφτουν από πολλά σημεία. Η κλίση οδηγούσε τα νερά σε ένα σημείο και από εκεί μέσω μιας ξύλινης κατασκευής – σαν τα σημερινά λούκια – κατέληγαν στο έδαφος.
Από καιρό σε καιρό κατάβρεχαν το χώμα και το κυλίνδριζαν για να σφίγγει και να καθίσταται αδιαπέραστο από τα νερά. Κάθε άνοιξη, όταν έλιωναν τα χιόνια, έπρεπε το ρδανίν να συντηρηθεί. Καθάριζαν τα χόρτα (φορκάλια) που φύτρωναν, έριχναν νέο χώμα προς αντικατάσταση των απωλειών και το κυλίνδριζαν αποκαθιστώντας την κανονική του μορφή και στεγανότητα.
Στην τελική του μορφή το σπίτι ήταν παραλληλεπίπεδο με μήκος 15-17 μ. και πλά-τος 10-12, ήτοι 150 με 200 τετραγωνικά μέτρα. Στην ανατολική του πλευρά είχε την κεντρική πόρτα, κοινή για ανθρώπους και ζωντανά, ένα ή δυο παράθυρα, κατά κανόνα μικρά για να μειώνονται οι απώλειες της θερμοκρασίας, από τα οποία έμπαινε μόνο το απαραίτητο φως. Για το φωτισμό των υπολοίπων χώρων που δεν είχαν παράθυρα, άνοιγαν στο ρδανίν φεγγίτες. Η κατασκευή του φεγγίτη ήταν μια πολύπλοκη διαδικασία, για την οποία έπρεπε να υπάρχει πρόβλεψη ήδη από την ανέγερση της κατοικίας. Στήριζαν τέσσερις κορμούς δέντρων, σαν κολώνες, στο δάπεδο, που έφταναν και εφάπτονταν με τις οριζόντιες δοκούς της οροφής, οι οποίες στο σημείο εκείνο άφηναν ένα άνοιγμα. Οριζόντια και σε σχήμα τετραγώνου τοποθετούσαν τέσσερις δοκούς, έτσι ώστε το άνοιγμα της οροφής να έχει μια τετράγωνη βάση. Κατόπιν πάνω σε αυτούς έβαζαν άλλα τέσσερα δο-κάρια διαγωνίως, μετά άλλα τέσσερα διαγωνίως, κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι επάλληλες σειρές των δοκαριών να συγκλίνουν προς τα πάνω αφήνοντας ένα άνοιγμα. Το άνοιγμα αυτό κατά τη χειμερινή περίοδο το έκλειναν από μέσα με μια ξύλινη κατασκευή (κεπέγκ’), η οποία ανυψωνόταν προς το άνοιγμα τραβώντας ένα σκοινί. Εναλλακτικά για το κλείσιμο του φεγγίτη χρησιμοποιούσαν είτε κεπέγκ’ είτε λαμαρίνα εξωτερικά. Από τους υπόλοιπους χώρους του σπιτιού το μοναδικό που είχε παράθυρο ήταν αυτό της φιλοξενίας των επισκεπτών.
Ανοίγοντας την κεντρική ξύλινη πόρτα, υπήρχε ένας αρκετά μεγάλος χώρος, το αγιάτ’, όπου γινόταν όλες οι δουλειές του σπιτιού. Στα δεξιά ήταν το δωμάτιο υποδοχής των επισκεπτών (μισαφίρ’ οτασί), στο βάθος και προς τα αριστερά ένα μεγάλο δωμάτιο (οσπίτ’) που χρησίμευε ως κουζίνα και υπνοδωμάτιο και δεξιά των δωματίων, στο βάθος, ο στάβλος. Υπήρχε ειδικός χώρος για την αποθήκευση των τροφίμων (κελάρ’) καθώς και αμπάρια για τα σιτηρά, δίπλα στο οσπίτ’. Για τα κλινοσκεπάσματα υπήρχαν ειδικές ντου-λάπες (γιουκλούκια) μέσα στο υπνοδωμάτιο, καθώς και ξύλινα ράφια (ταρέζια) για τα σκεύη μαγειρικής.
Στο αγιάτ’ γίνονταν οι εξής δουλειές: παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων, πλύ-σιμο των σκευών και των ρούχων, άλλες οικιακές και αγροτικές μικροδουλειές.
Το δωμάτιο των επισκεπτών προοριζόταν αποκλειστικά για τη φιλοξενία των α-ντρών, όταν τις βραδινές ώρες έρχονταν για να κάνουν νυχτέρι (παρακάθ’), είχε παράθυρο προς τα βόρεια, σόμπα και καναπέδες (πεκιάδας ή τσαρτάχα) κατά μήκος των τοίχων του δωματίου για να κάθονται οι επισκέπτες. Στο δωμάτιο αυτό φιλοξενούνταν και οι ε-πισκέπτες συγγενείς που έρχονταν από άλλα χωριά.
Το οσπίτ’ είχε πολλές λειτουργίες. Στους τοίχους υπήρχαν ράφια και ξύλινες ντου-λάπες για τα μαγειρικά σκεύη. Στη μέση του δωματίου ήταν το λεγόμενο κλιβιάν’ (αρχ. = κλίβανος, άλλη ονομασία ταντούρ’), ένα είδος φούρνου. Στο πάτωμα του δωματίου άνοι-γαν ένα κυλινδρικό πηγαδάκι με βάθος και διάμετρο 0,80 μ., επίχριζαν τα τοιχώματά του με λάσπη από αργιλόχωμα, τοποθετούσαν στον πάτο πέτρινες πλάκες και άναβαν φωτιά. Πάνω από τη φωτιά έβαζαν την πυροστιά (χαντζοκράτ’ ή εμπροστία) και μαγείρευαν. Όταν τα τοιχώματα από πηλό ήταν κατάλληλα πυρωμένα, κολλούσαν πάνω σε αυτά διάφορα αλευροπαρασκευάσματα – κυρίως λαβάσια, για να ψηθούν. Ο απαραίτητος αέρας διο-χετευόταν στη βάση του κλιβιάν’ με μια στενή σήραγγα που ξεκινούσε από το βαθύτερο σημείο του και λοξά προς τα επάνω έβγαινε στο πάτωμα. Ο καπνός έφευγε από μια τρύ-πα που υπήρχε στη χωματοσκεπή. Η τρύπα αυτή ήταν σκεπασμένη από μια ξύλινη κυκλι-κή κατασκευή, σαν ομπρέλα, την οποία άνοιγαν όταν άναβαν το κλιβιάν’.
Κατά τους χειμερινούς μήνες το κλιβιάν’ είχε και μια άλλη λειτουργία: όταν τελεί-ωναν το ψήσιμο των φαγητών, τοποθετούσαν από πάνω ένα τραπέζι, το σκέπαζαν με μια κουβέρτα και κάθονταν όλα τα μέλη κυκλικά γύρω από το τραπέζι, έχοντας τα πόδια τους κάτω από την κουβέρτα. Κατά αυτόν τον τρόπο ζεσταίνονταν και παράλληλα, οι γυναίκες, κεντούσαν ή έπλεκαν. Ο ίδιος χώρος χρησίμευε και ως υπνοδωμάτιο. Κατά μήκος των τοίχων υπήρχαν ψηλά (0,50-0,60 μ.) ξύλινα κρεβάτια, επάνω στα οποία έστρωναν στρώματα και κουβέρτες για να κοιμηθούν. Τα στρώματα, τα κλινοσκεπάσματα καθώς και τα ρούχα τα τοποθετούσαν σε ειδικές για το σκοπό αυτό ντουλάπες. Στο δωμάτιο αυτό κοιμόταν όλα τα μέλη της οικογένειας, ενώ αν υπήρχε νιόπαντρο ζευγάρι φρόντιζαν για ένα διάστημα να διαθέτουν και ξεχωριστό υπνοδωμάτιο.
Στο πίσω δεξιό μέρος του σπιτιού ήταν ο στάβλος, αρκετά μεγάλος και ευρύχωρος. Ήταν χωρισμένος σε δυο μέρη. Το χωμάτινο έδαφος των δυο μερών είχε κλίση προς τη μέση έτσι ώστε τα περιττώματα των ζώων να συγκεντρώνονται στο σημείο όπου συνέ-κλιναν τα δύο μέρη του εδάφους. Ο στάβλος φωτιζόταν με φεγγίτη.
Επειδή στον ίδιο χώρο στεγάζονταν διαφορετικά είδη ζώων, κατασκεύαζαν ξύλινα χωρίσματα, ώστε να μην έρχονται σε επαφή τα ζώα. Έτσι οι αγελάδες, τα μοσχαράκια, τα βόδια, τα βουβάλια, οι χοίροι, τα άλογα και τα πρόβατα, είχαν – το κάθε είδος – το δικό τους χώρο. Το ειδικό χώρισμα για τα μικρά μοσχάρια λεγόταν χαλίν. Ιδιαίτερη προσοχή δινόταν στα άλογα που κατείχαν την πιο περιποιημένη θέση μέσα στο στάβλο. Στους τοί-χους του στάβλου ήταν κρεμασμένα από την οροφή ξύλα (σουρούχα) για να κάθονται οι κότες, οι οποίες τους θερινούς μήνες που το άνοιγμα της οροφής ήταν ανοιχτό πετώντας έβγαιναν μέσω του ανοίγματος έξω από το κτίσμα.
Στη εξωτερική βορινή πλευρά του σπιτιού υπήρχε σκεπαστός και περιφραγμένος χώρος (αγούλ’) για τα πρόβατα. Τα πρόβατα δεν έμεναν όλο το χειμώνα μέσα στο στάβλο, παρά μόνο κατά τις χιονοθύελλες ή την παγωνιά. Το υπόλοιπο διάστημα τα έβγαζαν στο χώρο αυτό.
Αχυρώνες δεν υπήρχαν. Δεν υπήρχε λόγος τοποθέτησης των χόρτων σε αποθηκευ-τικούς χώρους, γι’ αυτό σχημάτιζαν μεγάλες θημωνιές με τα χόρτα έξω στις αυλές. Κίν-δυνος καταστροφής του χόρτου δεν υπήρχε, γιατί το χιόνι που έπεφτε νωρίς (από τον Ο-κτώβριο) σκέπαζε τις θημωνιές και η παγωνιά το μετέτρεπε σε μια συμπαγή κρούστα που συντηρούσε το χόρτο στεγνό. Άλλωστε η υγρασία ήταν περιορισμένη λόγω του ξηρού κλίματος. Γύρω από τις θημωνιές σχημάτιζαν τοίχο με μεγάλες πέτρες (αγούλ’), ώστε τα ζώα να μη μπορούν να πλησιάζουν το χόρτο, αλλά και για να μην παρασύρουν το χόρτο οι δυνατοί άνεμοι.
Σε σκεπασμένο χώρο έβαζαν τα κάρα, τα γεωργικά εργαλεία και τη ξυλεία. Η αυλή δεν είχε φράχτη.
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ
Τα επαγγέλματα που ασκούσαν οι κάτοικοι του Σαράφ, εξαρτιόνταν κατά κύριο λόγο από τρεις κυρίως παράγοντες: α) από την επαγγελματική παράδοση των οικογενειών, β) από τη γεωμορφολογία του εδάφους και το κλίμα της Κιόλιας και γ) από τις ευκαιρίες που παρουσιάζονταν στους κατοίκους του Κυβερνείου να ενταχθούν ως υπάλληλοι στη στρατιωτικοτοπική διοίκηση του Κυβερνείου. Το επάγγελμα δεν ήταν η μόνη απασχόληση κάθε ατόμου. Συνάμα με το κυρίως επάγγελμα πολλοί γνώριζαν την τέχνη του οικοδόμου, του μαραγκού, κ.ά., εξασφαλίζοντας κατά αυτόν τον τρόπο την εξυπηρέτηση των οικιακών αναγκών.
Το επάγγελμα που ακολουθούσε κάθε νέος της οικογένειας, ήταν συνυφασμένο με την οικογενειακή παράδοση και τις ατομικές δεξιότητες. Αναφέρθηκε πως το κύριο επάγ-γελμα που ασκούσαν οι κάτοικοι του χωριού πριν έρθουν στα μέρη της Κιόλιας ήταν αυτό του γεωργοκτηνοτρόφου. Έτσι οι περισσότεροι και εδώ, στο νέο τόπο εγκατάστασης, ακολούθησαν το ίδιο επάγγελμα. Θα πρέπει όμως να τονιστεί ότι δεν υπήρχαν πολλά πε-ριθώρια για επαγγελματικές επιλογές, αφού το οροπέδιο της Κιόλιας δεν προσφερόταν για την ανάπτυξη εμπορικών ή άλλων δραστηριοτήτων. Και όπου αναφέρονται τέτοιες δραστηριότητες, είχαν περιορισμένη έκταση.
Το έδαφος του οροπεδίου της Κιόλιας, πεδινό κατά το μεγαλύτερο μέρος του με μι-κρές εδαφικές εξάρσεις που κατέληγαν σε χαμηλούς λόφους, ήταν πολύ εύφορο, αφού υπήρχαν τεράστιες εκτάσεις οι οποίες δεχόταν την ευεργετική επίδραση των ποταμών που έρεαν προς διάφορες κατευθύνσεις. Όμως η μεγάλη διάρκεια του χειμώνα, οι χαμηλές θερμοκρασίες και οι δυνατοί βόρειοι άνεμοι, καθιστούσαν προβληματική την ενασχόληση με τις γεωργικές καλλιέργειες. Οι συνθήκες αυτές, συνηγορούντων και των οικογενει-ακών επαγγελματικών παραδόσεων, περιόριζαν ασφυκτικά και τις επαγγελματικές επιλο-γές. Κατά συνέπεια, κύριο επάγγελμα των Σαραφλήδων ήταν η κτηνοτροφία και λιγότερο η γεωργία.
Οι ρωσικές αρχές του Κυβερνείου ήταν φιλικά διακείμενες προς τους Έλληνες, στάση που υπαγορευόταν περισσότερο από την πολιτική εκρωσισμού και λιγότερο από αισθήματα συμπάθειας λόγω του ομόδοξου. Έτσι πολλοί επέλεξαν να σπουδάσουν και να εργαστούν ως υπάλληλοι σε κρατικές θέσεις και να αναδειχθούν σε διάφορα αξιώματα. Η δυνατότητα αυτή δεν υπήρχε στα εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αρκετοί κάτοικοι του Σαράφ υπηρέτησαν ως μέλη της στρατιωτικοτοπικής διοίκησης ή ως υπάλληλοι του εκκλησιαστικού και εκπαιδευτικού μηχανισμού.
Όταν εκτελούνταν μεγάλα δημόσια έργα πολλοί δούλευαν ως εργάτες, όπως και συγγενείς από τα μέρη του Πόντου που έρχονταν αποκλειστικά και μόνο για να δουλέ-ψουν σ’ αυτά, φιλοξενούμενοι των συγγενών τους.
Οι κάτοικοι του χωριού δεν ξενιτεύονταν, άλλωστε στο χωριό εξασφάλιζαν τα προς το ζην, καθώς και ένα μικρό πλεόνασμα. Από τον ελληνικό πληθυσμό του Κυβερνείου, ξενιτεύονταν όσοι ασκούσαν το επάγγελμα του γανωτή (χαλαϊτσής), αφού ήταν επιβεβλη-μένη η μετακίνησή τους, αρκετοί μετανάστευαν στην Κριμαία για δύο, τρία χρόνια, ενώ πολύ λίγοι πήγαιναν σε μεγάλες πόλεις για να ασχοληθούν με το εμπόριο.
ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ
Τα κοπάδια
Κάθε οικογένεια συντηρούσε αριθμό ζώων ικανό να καλύψει τις διατροφικές ανά-γκες των μελών της και να δημιουργεί πλεόνασμα. Σε κάθε σπίτι υπήρχαν το λιγότερο 4 αγελάδες, που έφταναν και τις 50 σε μερικές περιπτώσεις, καθώς και 10-20 πρόβατα. Οι αγελάδες και τα πρόβατα τροφοδοτούσαν τους κατοίκους με το απαραίτητο γάλα και κρέας. Συντηρούσαν επίσης βόδια για τις αγροτικές εργασίες και μεταφορές. Σπανιότερα ήταν τα βουβάλια, τα μουλάρια και οι χοίροι.
Τα άλογα, αραβικής ράτσας, ήταν μικρόσωμα, με λεπτά πόδια και προορίζονταν μόνο για ιππασία και ελαφρές μεταφορές. Καβαλώντας τα, κυρίως οι άντρες και οι νέοι, πήγαιναν επίσκεψη σε γνωστούς και συγγενείς των γύρω χωριών. Τα έζευαν σε δίτροχα ή τετράτροχα κάρα, όταν επρόκειτο να κάνουν κάποια επίσκεψη οικογενειακώς ή όταν πή-γαιναν για να πουλήσουν τα γαλακτοκομικά προϊόντα τους στο Καρς και το Αρταχάν.
Τα βοοειδή ανήκαν σε μικρόσωμη ράτσα προσαρμοσμένη στο κλίμα και το έδαφος της Κιόλιας. Έγιναν προσπάθειες από τη διοίκηση του Κυβερνείου για τη διάδοση βελτι-ωμένων ποικιλιών βοοειδών, όμως δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα. Τα κοπάδια αποτε-λούνταν από αγελάδες κυρίως και σπανιότερα υπήρχαν και βουβάλια (κομέσια). Μερικά αρσενικά εκτρέφονταν για αναπαραγωγή και τα περισσότερα ευνουχίζονταν για να χρη-σιμεύσουν στις γεωργικές εργασίες, αλλά και για κρεατοπαραγωγή. Χρησίμευαν επίσης και για τις αγροτικές μεταφορές.
Τα πρόβατα ανήκαν στην Κουρδική ποικιλία Καραμάν (περιοχής Ερζερούμ), ήταν μεγαλόσωμα, είχαν πυκνό και σκληρό τρίχωμα, νόστιμο κρέας, άφθονο λίπος και απέδι-δαν λίγο γάλα αλλά παχύ. Με το μαλλί των προβάτων έφτιαχναν χαλιά, κάλτσες και χει-μωνιάτικα επανωφόρια. Κάθε πρόβατο έδινε 2 ως 5 φουντ μαλλί (1 φουντ = 415 γραμμά-ρια). Είχαν χοντρή ουρά αποτελούμενη εξ ολοκλήρου από λίπος. Η ονομασία της ουράς αποδιδόταν με δυο λέξεις: δουμάκ’ (από την αρχ. ελλην. λ. δημός = λίπος) και γουϊρούχ από την τουρκ. λ. kuyruk = ουρά. Όταν έσφαζαν τα πρόβατα, το λίπος της ουράς αποθη-κευόταν σε ξύλινα δοχεία για να χρησιμοποιηθεί στη μαγειρική. Η ουρά των κριαριών έφτανε σε βάρος, πολλές φορές, τις 12 οκάδες (15 κιλά) και αυτό δυσχέραινε το περπά-τημά τους. Για να διευκολύνουν τα κριάρια κατά τις μετακινήσεις του κοπαδιού, έφτιαχναν ένα είδος μικρού καροτσιού με δυο μικρές ρόδες και το έδεναν στη μέση του κριαριού. Το βάρος της ουράς έπεφτε πάνω σ’ αυτήν την κατασκευή και το ζώο μπορούσε να προχωρά πιο άνετα.
Σε άλλες περιοχές του Κυβερνείου οι Έλληνες εξέτρεφαν και γίδια Άγκυρας (φιλί-κια) που ήταν φημισμένα για το μαλλί τους. Τα γίδια αυτά ήταν άγνωστα στην περιοχή πριν την άφιξη των Ελλήνων, οι οποίοι τα έφεραν μαζί τους. Από το μαλακό και μεταξένιο μακρύ τρίχωμά τους (φιλίκ’) ξεχώριζαν με χτένισμα το χνουδωτό κοντό τρίχωμα (τιφτίκ’) κι έφτιαχναν εσώρουχα και ενδύματα για τα μικρά παιδιά.
Πολλές φορές τα χωριά επισκέπτονταν κτηνίατροι του δημοσίου, προκειμένου να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Όμως οι κάτοικοι των χωριών, μη γνωρίζοντας την εξέ-λιξη της επιστήμης, αντιμετώπιζαν με καχυποψία τους κτηνίατρους και θέλοντας να δια-σκεδάσουν την ανασφάλειά τους επινοούσαν δίστιχα, όπως το παρακάτω:
Παναγία βασίλισσα, πρόφτασον ’ς σο χωρίον
κι ας σον κακόν τον τόκτορα, γουρτάρεψον τον βίον.
Οι τροφές των κοπαδιών
Η τροφή για τα ζωντανά εξασφαλιζόταν κυρίως από το χόρτο των λιβαδιών και των χωραφιών που δεν καλλιεργούνταν (αγρανάπαυση) και λιγότερο από τα δημητριακά. Το χόρτο των χωραφιών της αγρανάπαυσης ήταν πολύ θρεπτικό για τα ζώα, γιατί τον πρώτο και δεύτερο χρόνο μαζί με το χόρτο φύτρωναν και άλλα είδη χόρτων, τον τρίτο χρόνο τα χωράφια έδιναν καθαρό χόρτο και το έκτο έτος τα όργωναν για να σπείρουν δημητριακά. Βέβαια η χρήση των αγραναπαυόμενων χωραφιών ως πηγή χόρτου στο Σαράφ ήταν περι-ορισμένη, γιατί τα κοπάδια ανέβαιναν στα παρχάρια κι έτσι τα λιβάδια του οροπεδίου προσφέρονταν για θέρισμα.
Κάθε Ιούνιο γινόταν με κλήρο η διανομή των λιβαδιών και καθένας μπορούσε να θερίσει συγκεκριμένες ποσότητες χόρτου ανάλογα με τον αριθμό των ζώων που είχε στην κατοχή του. Από το τέλος Ιουνίου ως και το Δεκαπενταύγουστο διαρκούσε ο θερισμός στα λιβάδια. Θέριζαν με δρεπάνια το ψηλό χόρτο από τα λιβάδια που απλώνονταν μπρο-στά από το χωριό. Επειδή όμως δεν υπήρχαν πολλά εργατικά χέρια, αφού οι γυναίκες και τα παιδιά πήγαιναν στα παρχάρια, προσλάμβαναν για τη δουλειά αυτή ειδικούς χορτοκό-πους, κυρίως Κούρδους και Λαζούς της Ατζαρίας, τους οποίους πλήρωναν με καλό ημε-ρομίσθιο και τους εξασφάλιζαν τροφή και διανυκτέρευση.
Με τα χόρτα δημιουργούσαν μεγάλες θημωνιές (τεάδας) στις αυλές των σπιτιών. Τους χειμερινούς μήνες που τα ζώα παρέμεναν κλεισμένα στους στάβλους τρέφονταν από το χορτάρι αυτό. Όσο χόρτο πλεόναζε το πουλούσαν είτε σε αλλοεθνείς χωρικούς είτε στο ρωσικό ιππικό.
Το πότισμα των ζώων κατά τη θερινή περίοδο δεν αποτελούσε πρόβλημα, αφού στην περιοχή υπήρχαν πολλά μικρά και μεγάλα ποτάμια. Το χειμώνα κουβαλούσαν νερό από τη βρύση που υπήρχε προς το Μερτινίκ ή έσπαζαν τον πάγο των ποταμών και από τις τρύπες (ολούκια) έβγαζαν νερό που το μετέφεραν με τα έλκηθρα (σάγκες) στους στάβλους. Άλλος τρόπος για να ποτίζουν τα ζώα ήταν να λιώνουν κομμάτια χιονιού. Έκοβαν το χιόνι σε μεγάλες μπάλες και το τοποθετούσαν σε μια ξύλινη κατασκευή (γαρλίκια), απο-τελούμενη από δέκα σανίδια καρφωμένα μεταξύ τους που σχημάτιζαν μια επιφάνεια με κλίση. Στο κάτω μέρος της κατασκευής υπήρχε μεγάλη σκάφη μέσα στην οποία έτρεχε το νερό από το χιόνι που έλιωνε.
Η γιαϊλά (το παρχάρ’)
Από το Μάιο μέχρι και τα μέσα Αυγούστου οι κάτοικοι μετακινούνταν μαζί με τα ζώα στα θερινά βοσκοτόπια, τα λεγόμενα παρχάρια ή γιαϊλάδες. Ανέβαιναν, συνήθως της ημέρα της γιορτής του Αγίου Γεωργίου και επέστρεφαν μετά τις 15 Αυγούστου, για να θερίσουν όλοι μαζί τα δημητριακά. Είχε προηγηθεί το θέρισμα του χόρτου από τα λιβάδια κι έτσι τα κοπάδια επιστρέφοντας είχαν νέες βοσκές.
Τα νεαρά αντρόγυνα συνόδευαν τα κοπάδια, συνηθέστερα όμως οι γυναίκες και τα παιδιά, ενώ οι μεγαλύτεροι σε ηλικία άνδρες και γυναίκες και οι ηλικιωμένοι έμεναν στο χωριό για να ασχοληθούν με το θέρισμα των χόρτων, την παρακολούθηση των αγρών, με την υλοτομία, με την κοπή της κοπριάς σε κομμάτια (κουσκούρια) και άλλες γεωργικές ασχολίες.
Η γιαϊλά στην οποία έμεναν όλο το καλοκαίρι οι Σαραφλήδες βρισκόταν προς τα νότια, σε απόσταση αρκετών ωρών νοτιότερα από το Μερτινίκ. Η διαδρομή από το Σαράφ μέχρι τη γιαϊλά ήταν μια μέρα. Ήταν μια τοποθεσία με άφθονο χορτάρι και δάση με ψηλά έλατα. Η υγρασία που εξασφάλιζαν τα δάση, ευνοούσε την ευδοκίμηση εδώδιμων χορταρικών και βολβών που φύτρωναν σε μεγάλες ποσότητες και τα οποία κάλυπταν ένα μέρος της διατροφής των προσωρινών κατοίκων. Πλήθος από αγριολούλουδα συμπλήρω-ναν τη βλάστηση της γιαϊλάς.
Η προσωρινότητα της διαμονής εκεί υπαγόρευε το χτίσιμο πρόχειρων κατοικιών χωρίς μεγάλες ανέσεις, με μικρά παράθυρα. Οι χώροι αρκούσαν μόνο για τη διανυκτέ-ρευση των ανθρώπων και την αποθήκευση των προϊόντων που προέκυπταν από την επε-ξεργασία του γάλακτος. Τα περισσότερα από τα μικρά σπίτια ήταν χτισμένα από πέτρες, σκεπασμένα με χωματοσκεπή και αποτελούνταν συνήθως από ένα δωμάτιο, ή στην καλύ-τερη περίπτωση από δύο. Υπήρχαν και ξύλινα σπίτια, πρόχειρες κατασκευές, όμως το κλίμα της περιοχής δεν ευνοούσε τη συντήρησή τους και οι ιδιοκτήτες ήταν αναγκασμένοι να φτιάχνουν καινούρια σχεδόν κάθε χρόνο.
Έξω από το Σαράφ, προς το Μερτινίκ, υπήρχε ένα σταθμός συλλογής γάλακτος, στον οποίο οι παραγωγοί παρέδιδαν το γάλα. Στη γιαϊλά μετακόμιζε μαζί με τους κατοί-κους και ο υπεύθυνος της επιχείρησης αυτής που συγκέντρωνε το γάλα μέσα σε ένα με-γάλο μεταλλικό καζάνι.
Υπήρχε μια τεράστια έκταση, ελάχιστα ανωφερής, στη μέση του δάσους με πλούσιο χορτάρι. Τα κοπάδια έβοσκαν ελεύθερα στις γύρω εκτάσεις και δεν υπήρχε ανάγκη για στάβλισμα, αφού οι καιρικές συνθήκες επέτρεπαν την παραμονή τους στο ύπαιθρο όλο το εικοσιτετράωρο.
Τα προϊόντα που προέκυπταν από την επεξεργασία του γάλακτος, αποθηκεύονταν μέσα σε ξύλινα δοχεία (κοβλάκια). Επέστρεφαν στο χωριό συνήθως το Δεκαπενταύγου-στο, για να βοηθήσουν στο θέρισμα και αλώνισμα των σιτηρών.
Η χρήση της γιαϊλάς προϋπέθετε την πληρωμή ενοικίου εκ μέρους των χρηστών. Τα χρήματα που συγκεντρώνονταν πήγαιναν στο ταμείο του χωριού για να εκτελεστούν διά-φορα έργα. Για τη χρήση της τοποθεσίας αυτής οι κάτοικοι του Σαράφ είχαν έρθει σε σύ-γκρουση με τους κατοίκους του Σαλούτ και η υπόθεση έφτασε στα δικαστήρια του Καρς.
Ένα μέρος των ζώων, κυρίως τα αρσενικά και τα στείρα, δεν ακολουθούσαν τα κο-πάδια στις θερινές βοσκές. Ένας βοσκός, συνήθως Κούρδος, αναλάμβανε έναντι αμοιβής το κοπάδι με τα ζώα αυτά και ανέβαινε στο Σιρίν Νταού, απ’ όπου κατέβαινε κάθε 15 πε-ρίπου ημέρες στο χωριό. Ο βοσκός μισθωνόταν με ενέργειες και απόφαση του πάρεδρου, για το διάστημα μεταξύ Αγίου Γεωργίου (23 Απριλίου) και Αγίου Δημητρίου (26 Οκτω-βρίου).
Η ζωοκλοπή ήταν ένα συνηθισμένο φαινόμενο στην Κιόλια, ιδίως την τελευταία δεκαετία πριν τον ξεριζωμό. Κούρδοι και άλλοι αλλοεθνείς επιδίδονταν στη ζωοκλοπή, γι’ αυτό κάθε ιδιοκτήτης σημάδευε τα ζώα του με μια σφραγίδα.
Οι εντατική ενασχόληση με την κτηνοτροφία είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία πλεονάσματος κτηνοτροφικών προϊόντων. Πήγαιναν στο παζάρι του Αρταχάν – σπανίως δε στο Καρς – για να πουλήσουν την πραμάτεια τους και να αγοράσουν σιτάρι, αλεύρι, ρύζι, ζάχαρη και άλλα προϊόντα που δεν υπήρχαν στο χωριό. Αγόραζαν και λάδι που προ-οριζόταν μόνο για το καντήλι του σπιτιού και την εκκλησία. Στη μαγειρική χρησιμοποι-ούσαν, εκτός από τα λίπη που παρασκεύαζαν και ηλιέλαιο. Επίσης, μεγάλο ζωοπάζαρο γινόταν κάθε Κυριακή στο Καρς. Οι μετακινήσεις των κατοίκων ήταν εξαρτημένες από τις χιονοπτώσεις, αφού με τα πρώτα χιόνια η κυκλοφορία στους δρόμους περιοριζόταν, ενώ στα μέσα του χειμώνα πολλά χωριά παρέμεναν αποκλεισμένα για πολύ καιρό.
Αρχές φθινοπώρου γινόταν το μεγάλο παζάρι στο Καρς, όπου έρχονταν πολλοί κά-τοικοι από όλα σχεδόν τα χωριά του Κυβερνείου, ιδίως από τα απομακρυσμένα και ορεινά χωριά της Κιόλιας, για να προμηθευτούν τα απαραίτητα εφόδια για το χειμώνα.
Το εμπόριο των γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων ήταν στα χέρια των Αρ-μενίων, οι οποίοι στην προσπάθειά τους να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους είχαν εφεύρει δυο τρόπους ζυγίσματος των προϊόντων. Για το ζύγισμα χρησιμοποιούσαν το κοτ, ένα δοχείο με χωρητικότητα δεκατριών οκάδων. Για την αγορά των προϊόντων από τους πα-ραγωγούς οι Αρμένιοι είχαν το αλ κοτ (αλ από το τουρκικό ρήμα almak = παίρνω), το ο-ποίο έπαιρνε περισσότερο από δεκατρείς οκάδες. Έτσι αγόραζαν περισσότερο προϊόν και πλήρωναν μόνο δεκατρείς οκάδες στον παραγωγό. Όταν πουλούσαν είχαν το βερ κοτ (βερ από το τουρκικό ρήμα vermek = δίνω) που έπαιρνε λιγότερο από δεκατρείς οκάδες, που-λώντας έτσι λιγότερο προϊόν και εισπράττοντας χρήματα για αξία δεκατριών οκάδων. Ε-πίσης όταν οι Αρμένιοι διαπραγματευόταν την αγορά ζώων από τους χωρικούς, "φόρτω-ναν" το ζώο με ελαττώματα ανύπαρκτα προκειμένου να εξασφαλίσουν χαμηλότερη τιμή.
Κτηνοτροφικά προϊόντα
Η διατροφή των κατοίκων στο μεγαλύτερο μέρος της εξαρτιόταν από το γάλα και τα προϊόντα του. Η μεταποίηση του γάλακτος στον οικιακό χώρο εξασφάλιζε στους κα-τοίκους τα απαραίτητα. Μικρή ιδιομορφία παρουσίαζε το τυρί, όχι ως προς τη διαδικασία παραγωγής, αλλά κυρίως ως προς τον τρόπο ωρίμανσης και αποθήκευσης.
Αποβραδίς σε μεγάλες λεκάνες (καρσάνια) έβαζαν το γάλα και το πρωί με μια με-γάλη κουτάλα μάζευαν το καϊμάκι (’θόγαλαν) με το οποίο έφτιαχναν βούτυρο. Στο υπό-λοιπο γάλα, αφού το ζέσταιναν ελαφρά σε μεγάλο χάλκινο καζάνι (χαλκόν), έριχναν τη μαγιά για να πήξει, κατόπιν ζύμωναν καλά το πηγμένο τυρί που ήταν ακόμα μαλακό και δημιουργούσαν μακρόστενα κομμάτια στο πάχος ενός χοντρού σκοινιού. Τα μακρόστενα αυτά κομμάτια τα τύλιγαν γύρω από ένα σκοινί ή ξύλο και το κρεμούσαν από το ταβάνι και παράλληλα μ’ αυτό, για να στεγνώσει. Όταν στράγγιζε καλά από τα νερά του και στέ-γνωνε, το έβαζαν μέσα σε ξύλινα στρογγυλά πιθαράκια, τα κοβλάκια, σε επάλληλες κυ-κλικές σειρές. Ήταν ένα είδος κεφαλοτυριού, που κατά προτίμηση το έτρωγαν και μου-χλιασμένο.
Ένα μέρος του μαλακού τυριού το έβαζαν σε δέρμα ή στομάχι (τουλούμ’) αγελάδας ή βοδιού. Το στομάχι ήταν ειδικά προετοιμασμένο: το έπλεναν καλά, το ανέστρεφαν, το φούσκωναν και το άφηναν να στεγνώσει. Όταν το τυρί ήταν έτοιμο, μαλάκωναν το του-λούμ’ με νερό και το γέμιζαν με το μαλακό τυρί. Κατόπιν το έραβαν και το τοποθετούσαν κάτω από επίπεδη πέτρα για να ωριμάσει. Το τυρί αυτό το ονόμαζαν τουλουμί τυρίν.
Λίγο πριν το 1900 το Ρωσικό Υπουργείο Γεωργίας, συνέστησε στους επιχειρηματίες να ιδρύσουν εργοστάσια για την παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων. Παρότι λει-τούργησαν τέτοιες μονάδες, ωστόσο δεν ήταν οργανωμένες. Το 1911 ρωσοϋπήκοοι γερ-μανικής καταγωγής κάτοικοι της συνοικίας Νεμέντσκαγια Κολόνκα της Τιφλίδας, οι Ρώσοι τους έλεγαν Νεμέτσκους, ίδρυσαν τα λεγόμενα Ζαβότ, βιοτεχνίες παραγωγής γαλακτοκο-μικών προϊόντων, που είχαν κατά τόπους σταθμούς συλλογής γάλακτος. Παρήγαγαν κυ-ρίως τυριά ολλανδικού και ελβετικού τύπου (Chetsarskaja) σε σχήμα μυλόπετρας και βούτυρο. Τα τυριά (γραβιέρες) παρασκευάζονταν μόνο από αγελαδινό γάλα το οποίο αγο-ράζονταν από τους παραγωγούς προς 55 – 70 καπίκια το πουντ (1 πουντ = 16,6 κιλά), τιμή που εκείνη την εποχή θεωρούνταν πολύ καλή. Το πρόβειο, το γιδίσιο και βουβαλίσιο γάλα δεν το αγόραζαν.
Το Ζαβότ στο οποίο παρέδιναν το γάλα οι κάτοικοι του Σαράφ βρισκόταν λίγο πιο έξω από το χωριό, στο δρόμο για το Μερτινίκ και στεγαζόταν σ’ ένα μονώροφο κτίριο. Οι χωρικοί κουβαλούσαν κάθε πρωί, μέσα σε ειδικά μεταλλικά δοχεία που τους παραχωρού-σε η επιχείρηση, το αγελαδινό γάλα και το παρέδιναν στον Γερμανό υπάλληλο. Εκείνος σημείωνε σε μια καρτέλα την ποσότητα και το όνομα και έδινε μια απόδειξη. Στο τέλος του μήνα άθροιζε τις ποσότητες και πλήρωνε στον καθένα το ανάλογο ποσό σε ρούβλια, ή σε γραβιέρα αν το επιθυμούσε ο παραγωγός.
Διαχείριση κοπριάς
Οι κοπριές από τους στάβλους μεταφέρονταν καθημερινά με μια ξύλινη κατασκευή (τεζγκερέν), σαν μικρό φορείο, στην αυλή του σπιτιού. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα οι κοπριές απ’ όλους τους στάβλους συγκεντρώνονταν έξω από το χωριό σε προκαθορισμέ-νο χώρο, δεξιά του δρόμου προς το Σαλούτ μέσα στα λιβάδια. Ο χώρος αυτός ήταν ειδικά διαμορφωμένος για την επεξεργασία της κοπριάς: είχε έκταση μερικών δεκάδων στρεμ-μάτων, ήταν επίπεδος, χωρίς χόρτα και το χώμα το κυλίνδριζαν για να είναι σκληρό.
Την άνοιξη άπλωναν την κοπριά στο χώρο αυτό σε στρώμα πάχους μερικών εκατο-στών, την πατούσαν ώστε να είναι συμπαγής και την άφηναν να στεγνώσει. Κατόπιν την έκοβαν με ειδικά φτυάρια στο μέγεθος ενός πλίνθου. Τα κομμάτια αυτά (κουσκούρια) τα στοίβαζαν σε θημωνιές στις αυλές των σπιτιών και τα έκαιγαν ως καύσιμη ύλη το χειμώ-να.
Η διαδικασία αυτή προέκυπτε και από μια αναγκαιότητα: επειδή δεν υπήρχαν φρύ-γανα για προσάναμμα και από το γεγονός ότι η κοπριά ήταν άφθονη κι έπρεπε να βρεθεί τρόπος να απαλλαγούν απ’ αυτήν. Η πρακτική αυτή ήταν γνωστή σε όλες τις ορεινές πε-ριοχές που είχαν να αντιμετωπίσουν βαρύ χειμώνα. Ερχόμενοι οι Πόντιοι την υιοθέτησαν, άλλωστε το ίδιο έκαναν και στο Κιαλιαχπούρ και σ’ αυτό συνηγορούσαν πολλοί λόγοι: το υλικό ήταν άφθονο, η διαδικασία κοπιώδης μεν ανέξοδη δε και αφού δεν λίπαιναν τα χω-ράφια τους όλη η κοπριά έμενε αδιάθετη.
Οι άνθρωποι των εποχών εκείνων μπορεί να μην είχαν οικολογική συνείδηση όπως αυτή εννοείται σήμερα, είχαν όμως υιοθετήσει τρόπους ζωής που ελάχιστα επιβάρυναν το περιβάλλον και ταυτόχρονα τους εξασφάλιζαν πόρους ζωής. Πολλές από τις λύσεις των σημερινών οικολογικών προβλημάτων που εναγωνίως αναζητούνται, μπορούν εύκολα να εξευρεθούν αν κοιταχτεί πιο προσεκτικά ο τρόπος ζωής των ανθρώπων σε παρελθούσες εποχές.
ΓΕΩΡΓΙΑ
Οι κλιματολογικές συνθήκες της Κιόλιας δεν επέτρεπαν τη συστηματική και εκτε-ταμένη καλλιέργεια δημητριακών. Στην περιοχή κυριαρχούσε η εαρινή καλλιέργεια κρι-θαριού, σίκαλης και σιταριού ειδικής ποικιλίας (κόκκινο σιτάρι - τουρκ. kırmızı buğday). Τα τελευταία χρόνια είχαν εκχερσώσει εκτάσεις στις πλαγιές των λόφων, όπου ήταν δυ-νατή η καλλιέργεια σιταριού.
Το όργωμα έπρεπε να είναι βαθύ ώστε το χωράφι να αποδίδει καλύτερα. Για το σκοπό αυτό είχαν σιδερένια αλέτρια (κοτάνια) με δυο σιδερένιους τροχούς, ένας μέσα στο χώμα και ένας στο χείλος του αυλακιού, που τα έσερναν τρία και τέσσερα ζευγάρια βόδια ή βουβάλια. Πάνω στο ζυγώνι καθόταν κάποιος για να είναι βαρύτερο το αλέτρι. Το όρ-γωμα ήταν μια δύσκολη εργασία και διαρκούσε, πολλές φορές, περισσότερο από ένα μή-να. Ίσχυε και εδώ ο θεσμός της αργατείας, δηλαδή η προσφορά της προσωπικής εργασίας στα κτήματα των συγχωριανών. Το σβάρνισμα γινόταν με ξύλινες πλεχτές σβάρνες (πληθ. ταπάνια, ρημ. ταπαλαεύω). Δεν λίπαιναν τα χωράφια με κοπριά, γιατί το έδαφος ήταν εύ-φορο.
Η σπορά γινόταν τον Απρίλιο, μετά το Πάσχα. Μετά το τέλος της σποράς, όργωναν τα υπόλοιπα χωράφια που θα έσπερναν την επόμενη χρονιά. Λόγω της πληθώρας των ε-δαφών καλλιεργούσαν εκ περιτροπής τα χωράφια.
Ο θερισμός άρχιζε το Δεκαπενταύγουστο. Θέριζαν με κόσα (κερεντή) και δρεπάνι (καγάν) και αλώνιζαν με τα τουκάνια, πρωτόγονη αλωνιστική μηχανή, αποτελούμενη από δυο παράλληλα σανίδια αρκετά φαρδιά, στα οποία από την κάτω πλευρά σφήνωναν μικρά κομμάτια πυριτόλιθου. Τα αλώνια ήταν ένας χώρος ανοιχτός μέσα στα λιβάδια, ανατολικά του δρόμου, μπροστά από τα τελευταία σπίτια προς το Σαλούτ. Μετά το 1910 οι μερικοί γεωργοί μεταχειρίζονταν θεριστικές και λιχνιστικές μηχανές, όχι όμως και αλωνιστικές. Αγνοούσαν την ύπαρξή τους κι έτσι, ενώ ο θερισμός και το λίχνισμα γινόταν μηχανικά, το αλώνισμα – που ήταν και το πιο βασανιστικό – εξακολουθούσε να γίνεται με τον παρα-δοσιακό τρόπο.
Οι καλλιέργειες, πολλές φορές, καταστρέφονταν από το χιόνι που έπεφτε τους ανοι-ξιάτικους μήνες και έτσι η παραγωγή εκμηδενιζόταν. Καταστροφές προκαλούσε και το χιόνι που έπεφτε τέλη Αυγούστου ή αρχές Σεπτεμβρίου, ενώ ήταν σε εξέλιξη το αλώνισμα και τα σιτηρά ήταν εκτεθειμένα στα αλώνια. Μετά το 1909 αν και οι κλιματολογικές συνθήκες του Κυβερνείου μεταβλήθηκαν και έγιναν ιδανικότερες για την καλλιέργεια των δημητριακών, στην περιοχή της Κιόλιας οι αλλαγές αυτές ήταν σχεδόν μηδαμινές.
Τη σοδειά που αποθήκευαν στα αμπάρια μέσα στα σπίτια, την προόριζαν περισσό-τερο για ζωοτροφή. Το λιγοστό σιτάρι δεν αρκούσε για να ζυμώσουν ψωμί και η ανάγκη αυτή καλυπτόταν με αγορά σιταριού από τις πόλεις. Το ψωμί ήταν συνήθως από κριθάρι, μερικές φορές από σιτάρι και κάποτε από ανάμικτο αλεύρι, πράγμα που εξαρτιόταν από-λυτα από την οικονομική δυνατότητα κάθε οικογένειας.
Η μικρή σχετικά παραγωγή σιτηρών στην περιοχή, δε δικαιολογούσε την ύπαρξη πολλών νερόμυλων (χαμαιλέτε). Για το άλεσμα των σιτηρών υπήρχε μόνο ένας νερόμυλος αριστερά του δρόμου προς το Σαλούτ, ιδιοκτήτης του οποίου ήταν ο Κεσίδης Ευστάθιος. Αρκούσε για τις περιορισμένες ανάγκες των κατοίκων του Σαράφ, αλλά και του Σαλούτ. Το νερό κατέβαινε από το λόφο, γύριζε τον τροχό του νερόμυλου και κατέληγε στο κοντι-νό ποτάμι, περνώντας κάτω από μια ξύλινη γέφυρα που βρισκόταν μπροστά από το νερό-μυλο. Εκεί πήγαιναν αμέσως μετά το τέλος των αλωνιών, για να αλέσουν το κριθάρι ή το σιτάρι, φοβούμενοι τον επερχόμενο χειμώνα γιατί τότε πάγωναν τα νερά και ο μύλος δε λειτουργούσε.
Σε κεντρικό σημείο του χωριού υπήρχε μια μεγάλη λαξευμένη πέτρα (κιουπάκ’) με βαθύ κοίλωμα. Έριχναν μέσα το σιτάρι και χτυπώντας ρυθμικά με ξύλινους κόπανους (κοπάλια) έφτιαχναν το κορκότο και το πλιγούρ’.
Η καλλιέργεια οπωροφόρων δέντρων ήταν ανύπαρκτη κι αυτή των κηπευτικών πε-ριορισμένη. Τούτο οφειλόταν στο ψυχρό κλίμα και το μακρύ χειμώνα. Έτσι μόλις που κατάφερναν να παράγουν ελάχιστες ποσότητες κηπευτικών.
Οι Μαλακάνοι κυρίως και οι Αρμένιοι κατά δεύτερο λόγο, ασχολούνταν με τη δε-ντροκαλλιέργεια και την κηπουρική, στις νοτιότερες περιοχές του Κυβερνείου που κατοι-κούσαν. Οι καλλιέργειες αυτές ευδοκιμούσαν κυρίως στις υποδιοικήσεις Όλτη και Κα-γκισμάν. Οι κάτοικοι του Σαράφ προμηθεύονταν τα φρούτα και τα λαχανικά από τους πλανόδιους Μαλακάνους. Η πληρωμή γινόταν σε είδη που δεν παρήγαγαν οι Μαλακάνοι: κριθάρι, χόρτα και κτηνοτροφικά προϊόντα.
ΙΕΡΕΙΣ ΚΑΙ ΔΑΣΚΑΛΟΙ
Ο τελευταίος ιερέας του χωριού ήταν ο Στέφανος Παρκοσίδης, ο οποίος τελειώνο-ντας την Αστική Σχολή, συνέχισε τις σπουδές του στο Θεολογικό Σεμινάριο της Τιφλίδας και το Παιδαγωγικό Σεμινάριο του Καρς.
Η ύπαρξη στο Κυβερνείο αστικών σχολών δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για συ-νέχιση των σπουδών, μετά τις εγκύκλιες. Έτσι από το Σαράφ πολλοί ήταν αυτοί που σπούδασαν στις παραπάνω σχολές και κατόπιν παρακολουθώντας το Παιδαγωγικό Σεμι-νάριο στο Καρς έγιναν δάσκαλοι.
Σαραφλήδες δάσκαλοι ήταν οι: Αθανασιάδης Αθανάσιος που υπηρέτησε στο Πεπε-ρέκ, Αθανασιάδης Γεώργιος στο Παντζαρότ, Ιορδανίδης Κωνσταντίνος στο Σαράφ, Λια-ρετίδης Ιωάννης στο Χατζή-Βελή, Λιαρετίδης Κωνσταντίνος στο κουρδικό χωριό Χο-στούλμπεντ, Παρκοσίδης Αλέξανδρος στο Σαράφ, Παρκοσίδης Γεώργιος στο σχολείο στοιχειώδους μόρφωσης του Σαράφ, Παρκοσίδης Στέφανος στο Σαράφ, Σαπρανίδης Κωνσταντίνος στο κουρδικό χωριό Ζιβίν, Σαπρανίδης Τριαντάφυλλος στο Σαράφ.
Οι Αθανάσιος και Γεώργιος Αθανασιάδης (αδέλφια) τελείωσαν την Αστική Σχολή του Αρταχάν, κατόπιν παρακολούθησαν το Σεμινάριο στο Καρς και έγιναν δάσκαλοι.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΙ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ
Μετά το 1878 στο Κυβερνείο εγκαθιδρύθηκε μια στρατιωτικοτοπική διοίκηση, η οποία λαμβάνοντας υπόψη το ανομοιογενές του πληθυσμού, ήταν ελαστική απέναντι σε όλους προκειμένου να μη διαταραχθεί η ομαλή διοικητική ζωή του τόπου. Υπήρχε επίσης η δυνατότητα να υπηρετούν στην αστυνομία, το στρατό και άλλες δημόσιες υπηρεσίες, άτομα που δεν ανήκαν στη ρωσική εθνότητα του Κυβερνείου. Η ένταξη αλλοεθνών στους μηχανισμούς της διοίκησης αποσκοπούσε στον προσεταιρισμό των εθνοτήτων, ώστε να καταστεί ευκολότερη η αποδοχή της ρωσικής διοίκησης και η πολιτική του εκρωσισμού.
Έτσι πολλοί Έλληνες υπηρέτησαν ως αστυνομικοί και στρατιωτικοί, μεταξύ αυτών και αρκετοί από το Σαράφ. Σαραφλήδες αστυνομικοί (στράζνικοι) ήταν: Θεοδωρίδης Κωνσταντίνος, Κασκαμανίδης Ιωάννης του Γεωργίου, Κατικαρίδης Χρήστος, Πανίδης Κυριάκος (έφιππη αστυνομία), Πανίδης Κωνσταντίνος, Σαπρανίδης Λαμπριανός, Σαπρα-νίδης Σωκράτης. Αξιωματικοί (σολντάτοι ή σαλτάτοι): Γεωργιάδης Αθανάσιος, Παρκοσί-δης Γεώργιος, Σαπρανίδης Αλέξανδρος (λοχαγός).
Η στρατολόγηση των Ελλήνων στο ρωσικό στρατό άρχισε το 1888, ενώ το 1898 οργανώθηκε η έφιππη αστυνομία της υπαίθρου που στελεχώθηκε με Ρώσους και Έλληνες που είχαν υπηρετήσει στο ρωσικό στρατό.
Κάθε τρία ή τέσσερα χρόνια η ρωσική διοίκηση εφάρμοζε δοκιμαστικές επιστρα-τεύσεις, για τις οποίες απαιτούνταν προμήθειες σε έμψυχα και άψυχα υλικά. Ένα μεγάλο μέρος των υλικών αυτών έδιναν οι Έλληνες.
ΥΛΟΤΟΜΙΑ
Το οροπέδιο της Κιόλιας αν και ήταν εύφορο, ωστόσο δεν είχε καθόλου δέντρα. Την έλλειψη αυτή αντιστάθμιζε η ύπαρξη δασών στα γύρω βουνά και ιδιαίτερα στο Σιρίν Νταού (Şirin Dağ), δυτικά του Σαράφ και δυτικότερα του Μεζαράτ. Οι κάτοικοι μπορού-σαν να υλοτομήσουν συγκεκριμένες ποσότητες δέντρων, μετά από ειδική άδεια των τοπι-κών αρχών. Την άδεια αυτή την έπαιρναν από τους δασικούς υπαλλήλους του χωριού Με-ζαράτ, βάσει την οποίας μπορούσαν να υλοτομήσουν μόνο μεγάλα δέντρα με διάμετρο πάνω από 0,80 μ. και ύψος άνω των 8-10 μ.
Όταν έλιωναν τα χιόνια οι κάτοικοι των γύρω χωριών ανέβαιναν στο βουνό και έ-κοβαν τα τεράστια έλατα (τσάμιας). Για τη μεταφορά των κορμών υπήρχαν ειδικά κάρα (αραπάδας), τα οποία ήταν έτσι κατασκευασμένα ώστε να ανοίγουν προκειμένου να φορ-τωθούν οι κορμοί. Στα κάρα αυτά έζευαν δυο ζευγάρια βόδια, μετέφεραν τους κορμούς στα σπίτια τους, τους πριόνιζαν σε κατάλληλα μεγέθη και τους πελεκούσαν στο επιθυμητό σχήμα. Το πριόνισμα γινόταν με ένα τεράστιο πριόνι (πουργούτ’) που το κρατούσαν δυο χεροδύναμοι άντρες από τις δυο μεριές. Ένα μέρος της ξυλείας προοριζόταν να καλύψει τις ανάγκες σε οικοδομήσιμη ξυλεία, καθώς και για την κατασκευή απαραίτητων αντικειμένων και εργαλείων
Η ξυλεία που θεωρούνταν ως εμπορεύσιμη, φορτωνόταν στα κάρα και πωλούνταν στο Καρς και σε ορισμένες περιπτώσεις στο Αρταχάν. Με τα χρήματα που εξοικονομού-σαν αγόραζαν σιταρίσιο αλεύρι, ζάχαρη, ρύζι, υφάσματα, ρούχα, παπούτσια, πετσέτες, κ.λ.π.
ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ
Λαμβάνοντας υπόψη ότι η κοινωνία του χωριού, όπως άλλωστε και των άλλων χω-ριών της Κιόλιας, ήταν σχεδόν αυτάρκης όσον αφορά τη διατροφή, σε συνδυασμό με τις περιορισμένες καταναλωτικές ανάγκες των κατοίκων, δικαιολογείται η ύπαρξη στο χωριό ενός και μοναδικού καταστήματος. Από την άλλη, οι άντρες του χωριού πήγαιναν συχνά στο Αρταχάν και σπανιότερα στο Καρς, απ’ όπου έφερναν τα είδη εκείνα που ήταν απα-ραίτητα για τη συμπλήρωση της διατροφής και την ένδυση, καθώς και εξαρτήματα για την κατασκευή εργαλείων.
Το μοναδικό αυτό κατάστημα ανήκε στον Αθανάσιο Κεσίδη. Βρισκόταν στο τέλος του χωριού προς το Σαλούτ, διακόσια περίπου μέτρα από την πέτρινη γέφυρα, μετά από το σπίτι του Γεώργιου Πατουλίδη και κοντά στο νερόμυλο. Διέθετε ένα ετερόκλητο πλήθος αγαθών, για την κάλυψη συγκεκριμένων αναγκών των κατοίκων. Λειτουργούσε ως εμπορικό κατάστημα και όχι ως καφενείο.
ΑΣΧΟΛΙΕΣ-ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ
Λόγος για πλατεία με διαμορφωμένους χώρους στο Σαράφ δεν μπορεί να γίνει, άλ-λωστε κάτι τέτοιο φάνταζε περιττό για την εποχή εκείνη. Καφενεία στο χωριό δεν υπήρ-χαν, πέρα από το μαγαζί του Κεσίδη, το οποίο όμως ήταν περισσότερο παντοπωλείο, παρά καφενείο. Ο συνήθης χώρος που μαζεύονταν οι άντρες του χωριού για να ψυχαγωγηθούν και να κουβεντιάσουν ήταν οι χωματοσκεπές. Όταν ήταν καλός ο καιρός ανέβαιναν κατά ομάδες στις χωματοσκεπές και περνούσαν τις ελεύθερες ώρες συζητώντας. Η παρουσία των ανθρώπων επάνω στις στέγες των σπιτιών, έδινε την εντύπωση πως το χωριό ήταν μεγαλύτερο απ’ ότι στην πραγματικότητα. Εκεί έπαιζαν και τα μικρά παιδιά.
Τις χειμωνιάτικες νύχτες, ο μόνος τρόπος ψυχαγωγίας ήταν η συνάθροιση φίλων και συγγενών στα σπίτια (παρακάθ). Μέσα από τις συζητήσεις που γίνονταν περνούσε όλη η ζωή τους. Για τα παιδιά οι συζητήσεις αυτές των μεγαλυτέρων ήταν ένα σχολείο, μέσα στο οποίο μεγάλωναν μαθαίνοντας και αποτυπώνοντας γεγονότα και λεπτομέρειες περασμένων δεκαετιών. Τα παιδιά εκείνης της εποχής, είναι οι σημερινοί γέροντες και γερόντισσες, που με αγάπη και ενθουσιασμό αναπολούν τα παιδικά τους χρόνια, μεταδί-δοντας ταυτόχρονα τις αναμνήσεις τους στους νεότερους.
Από τα παρακάθια δεν έλειπαν βέβαια η λύρα, το ταούλ, η ζουρνά και το τουλούμ’. Ακόμα και στις πιο ζοφερές στιγμές της ζωής τους οι άνθρωποι εκείνοι διασκέδαζαν.
Λυράρηδες στο Σαράφ ήταν ο Αλέξανδρος Αθανασιάδης (Αλέξης τη Κοϊτάρ’) και ο Λάζαρος που έμενε κοντά στην εκκλησία. Τον Λάζαρο επισκέπτονταν στο σπίτι του οι νέοι του χωριού και διασκέδαζαν με το παίξιμο της λύρας. Τουλούμ’ έπαιζε ο Σαμψών Κασκαμανίδης, που πέθανε στο Σαράφ, αμέσως μετά την απόλυσή του από το στρατό σε ηλικία 22 περίπου ετών.
Το οροπέδιο της Κιόλιας ήταν πλούσιο σε νερά. Πολλοί παραπόταμοι του Κύρου ποταμού πήγαζαν από τους λόφους της περιοχής και δημιουργούσαν ένα σύμπλεγμα προς κάθε κατεύθυνση. Σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μέτρων περνούσε ο ποταμός Αρά-παλη. Κατά τους χειμερινούς μήνες που η θερμοκρασία έπεφτε μέχρι και 30 βαθμούς Κελσίου κάτω από το 0, η επιφάνεια των ποταμών πάγωνε και έδινε την ευκαιρία σε μι-κρούς, αλλά και σε μεγάλους, να ψυχαγωγούνται γλιστρώντας πάνω στον πάγο.
Τα κυριότερα είδη ψαριών που ζούσαν στα ποτάμια αυτά ήταν η πέστροφα (αλάπα-λουκ) και το γριβάδι (σαζάν’). Το ψάρεμα, αν δεν εξασφάλιζε την τροφή των κατοίκων του χωριού, τουλάχιστον έδινε ένα πολύτιμο συμπλήρωμα. Στον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο οι νέοι και τα παιδιά κολυμπούσαν στο ποτάμι και ψάρευαν. Το μέσο που χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι για να ψαρέψουν ήταν ένα δίχτυ που κατασκεύαζαν οι ίδιοι από πρόχειρα υλικά. Η κατασκευή αυτή έμοιαζε με μια τεράστια απόχη, μέσα στην οποία παγίδευαν τα ψάρια. Σε δυο γερά ξύλα έδεναν ένα δίχτυ (τόρ’) που στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν ένα τσουβάλι με ξηλωμένες τις ραφές και στην αντίθετη πλευρά από αυτή που κρατούσε ο ψαράς, ανά διαστήματα, έδεναν μικρά κομμάτια από μολύβι.
Στο ψάρεμα συμμετείχαν το λιγότερο δυο άτομα και συνήθως μια ολόκληρη παρέα. Αυτοί που είχαν τα δίχτυα στέκονταν αντίθετα στο ρεύμα του ποταμού ο ένας δίπλα στον άλλο, κρατώντας τα δυο ξύλα των διχτύων σταυρωτά, χαμηλά και κοντά στην κοιλιά. Οι υπόλοιποι έπιαναν όλο το πλάτος του ποταμού από πιο ψηλό σημείο και κατεβαίνοντας προς αυτούς που κρατούσαν τα δίχτυα, χτυπούσαν δυνατά τα νερά, με μακριά και ευλύ-γιστα κλαδιά δέντρων (τσιπούχα). Τα ψάρια τρομαγμένα κατηφόριζαν και έπεφταν μέσα στα δίχτυα. Τη στιγμή εκείνη αυτοί που κρατούσαν τα δίχτυα, με μια αστραπιαία κίνηση έκλειναν (ίγγλωναν) τα δίχτυα παγιδεύοντας τα ψάρια. Κατόπιν σήκωναν τα δίχτυα ψηλά και πετούσαν τα ψάρια στις όχθες του ποταμού, όπου περίμεναν να τα μαζέψουν συνήθως οι μικρότεροι της παρέας. Ψάρευαν επίσης και με τα χέρια, συνήθεια που αποδείχτηκε ωφέλιμη για όσους κατοίκησαν στον Τριπόταμο της Φλώρινας, αφού την εποχή που εγκαταστάθηκαν στο χωριό (1924) τα τρία ποτάμια του χωριού ήταν γεμάτα ψάρια.
Μια καθημερινή ασχολία ήταν η μεταφορά του νερού. Έξω από το χωριό στο δρόμο για το Μερτινίκ (κοντά στο Ζαβότ) υπήρχε βρύση με πηγαίο νερό, από την οποία οι νέες κοπέλες και οι νύφες κουβαλούσαν καθημερινά το νερό στο σπίτι με τους κουβάδες (βέτρας ή τσαγάνια) που κρέμονταν από τις δυο άκρες ενός ξύλου που είχαν στερεωμένο στις ωμοπλάτες τους. Το πρόχειρο αυτό μέσο μεταφοράς ονομαζόταν τσακούλ’ (πληθ. τσακούλια).
ΧΛΩΡΙΔΑ
Η έλλειψη οπωροκηπευτικών στο Σαράφ, αντισταθμιζόταν κάπως από τα αυτοφυή χορταρικά και τους βολβούς. Τα εδάφη ήταν εύφορα και κατά τους ανοιξιάτικους μήνες στα λιβάδια και τη γιαϊλά, φύτρωναν διάφορα εδώδιμα χορταρικά και βολβοί. Τα περισ-σότερα από αυτά τρώγονταν ωμά, με λίγο αλάτι.
Μερικά από αυτά ήταν: κοπούκια (είχε αγκάθια και βολβούς εδώδιμους), καρτσά-λας (φυτό με υπόγειους σφαιρικούς και χοντρούς βολβούς σαν ρεπάνια), σογάνια (αγριό-σκορδα ή αγριοκρέμμυδα), τζουντζούνας (αγριόχορτο εδώδιμο, ευδοκιμούσε στα λιβάδια ), κγίμια ή κγιμία ή γουμία,, τουτουγιάδας (χορταρικό με χρωματιστό μεγάλο άνθος, μοιάζει με το τριφύλλι), κογκορόζια (αγριόχορτα με κίτρινο λουλούδι και γεύση υπόξινη, τα έτρωγαν όπως το σπανάκι), χασχάσια, κάλια, ματούκια ή μετίκια,, τουρμουτάρια, αχαντίτας, πιρπιρίμια, μπόζια, στουπίτες, λαθύρια και μαχερίτας που τις μάζευαν το καλοκαίρι τις έβραζαν και τις έβαζαν στα πουλούλια για να τις καταναλώσουν στη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής. Επίσης στην περιοχή ευδοκιμούσε το καζ (στην ποντιακή κεβένια), φυτό με ξυλώδη κορμό και αγκάθια, ύψους 0,50 μ., οι ρίζες του οποίου περιείχαν μια ουσία σαν ρετσίνι που χρησιμοποιούνταν ως καύσιμη ύλη. Σε πολλά χωράφια φύτρωνε το γου-ντραλούχ’, είδος σκληρού χόρτου
Δεκάδες είδη λουλουδιών φύτρωναν την άνοιξη, συνθέτοντας μια όμορφη εικόνα.
ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ - ΝΟΟΤΡΟΠΙΕΣ
Πέραν των όσων κατά καιρούς έχουν γραφεί, αξίζει να σημειωθούν και ορισμένοι τύποι συμπεριφοράς-νοοτροπίας, που ίσχυαν στο Σαράφ.
Κατά την είσοδο των επισκεπτών στο σπίτι τις βραδινές ώρες, η νύφη του σπιτιού έπρεπε να βγάλει από τα πόδια των εισερχομένων τα παπούτσια τους (συνήθως κατα-σκευασμένα από τους ίδιους με δέρματα ζώων), να τα καθαρίσει και να βάλει νέο άχυρο μέσα σ’ αυτά. Όσο διαρκούσε η επίσκεψη και οι γενόμενες συζητήσεις (παρακάθ’) η νύφη του σπιτιού σέρβιρε ποτά, μεζέδες, κ.ά. Καθόταν όρθια στην πόρτα του δωματίου των επισκεπτών χωρίς να συμμετέχει στις συζητήσεις και μόλις αντιλαμβανόταν ότι κάποιος θέλει να ανάψει τσιγάρο, έπαιρνε με τη μασιά αναμμένο κάρβουνο από τη σόμπα και το έφερνε μπροστά σ’ αυτόν. Δεν έφευγε παρά μόνον όταν έπαιρνε τέλος το παρακάθ’.
Στα σπίτια κατοικούσαν οι γονείς με τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Ο γιος ποτέ δεν αγκάλιαζε ούτε καν χάιδευε τα παιδιά του μπροστά στους γέρους γονείς του και περισσό-τερο μπροστά στον πατέρα του. Η ανάγκη αυτή ικανοποιούνταν μόνο εν απουσία των γέ-ρων γονιών.
Παρουσία γονέων ή πεθερικών δεν είχε το δικαίωμα ο γιος ή η κόρη να πει: «η γαρή μ’» (η γυναίκα μου) ή «ο άντρας -ι- μ’» (ο άντρας μου) ως ένδειξη απόλυτου σεβασμού προς τον πατέρα και τη μητέρα.
Οι παντρεμένοι γιοι όταν ήθελαν να φωνάξουν τη σύζυγό τους, ποτέ δεν τη φώναζαν με το μικρό όνομά της, παρά με τα: «Νέπουτση!» ή «Νη εσέν λέγω ’κι ακούς;» Βέβαια το ίδιο ίσχυε και για τις συζύγους που έλεγαν: «Νέπαι!».
ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΕΣ - ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕΣΑ
Οι δρόμοι που συνέδεαν τα χωριά μεταξύ τους και με τις μεγάλες πόλεις ήταν χαλι-κόστρωτοι, με πλάτος περίπου 4-5 μέτρα. Υπήρχαν και άλλοι δρόμοι χωρίς σκυρόστρωση που ήταν προσπελάσιμοι μόνο κατά τη θερινή περίοδο, κυρίως για να εξυπηρετούν τις ανάγκες των κατοίκων για μετάβαση στα χωράφια ή τα λιβάδια.
Το Καρς απείχε από το Αρταχαν 101 χμ., διαδρομή μέσω Κάτω Γανάχ (Hanak), Κάτω Χάσκιοϊ (Hasköy) και Κιουλιαπέρτ, ανατολικά της Κιόλιας, 58 χμ. από το Σαρίκαμις (Sarikamiş) και 78 χμ. από το Καγκισμάν (Kağisman), 48 χμ. από το Μερτινίκ και 50 χμ. από το Σαράφ. Το Αρταχάν απείχε από το Ταχτά-Γραν 31 χμ., από το Μερτινίκ 48 χμ. και από το Σαράφ 51 χμ.
Μέσα μαζικής μεταφοράς στην Κιόλια δεν υπήρχαν, με εξαίρεση τα Ταχυδρομικά Κρατικά Ιππήλατα τροχοφόρα, με τρία (τρόικα) ή τέσσερα (τσέσβεριν) άλογα, που ενίοτε χρησιμοποιούνταν και ως μέσα μεταφοράς ανθρώπων. Οι άμαξες αυτές άλλαζαν τα άλογα στους ταχυδρομικούς σταθμούς που υπήρχαν σε χωριά ανά 15-20 περίπου χιλιόμετρα, ενώ οι αμαξάδες (γιαμσίκ’) φορούσαν ειδική στολή με κονκάρδα στην οποία εικονιζόταν ο δικέφαλος αετός.
Όλες οι μετακινήσεις των ανθρώπων και οι μεταφορές εκτελούνταν με κάρα. Η τε-χνική κατασκευής και η ποιότητα των υλικών κάθε τέτοιου κάρου ήταν ανάλογα με τη χρήση τους. Στο χωριό υπήρχε καροποιός που έφτιαχνε όλα τα κάρα των συγχωριανών του. Το πιο αγαπημένο μέσο ήταν το τετράτροχο κάρο (φουργούν’ ) που το έσερναν δυο ή τέσσερα άλογα, σκεπασμένο συχνά με κάλυμμα (κυπίτκα). Τα καλύμματα αυτά ήταν φτιαγμένα από καδρόνια που κάρφωναν πάνω σε λυγισμένες σανίδες, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματίζουν μια θολωτή στέγη την οποία σκέπαζαν με αντίσκηνο ή κιλίμια. Θε-ωρούνταν το επίσημο μέσο για την μεταφορά ανθρώπων και εμπορικών φορτίων. Οι πλουσιότεροι είχαν και δίτροχα κάρα με ένα άλογο για τις μετακινήσεις τους που είχαν επίσημο χαρακτήρα.
Για τις μεταφορές από και προς τα χωράφια και τα λιβάδια είχαν μεγάλα τετράτροχα κάρα (αραπάδας) με 2 ή 4 βόδια ή βουβάλια. Με τα κάρα αυτά μετέφεραν και τη ξυλεία που υλοτομούσαν από τα δάση των γύρω βουνών, ανοίγοντας τις ειδικές για το σκοπό αυτό προεκτάσεις προκειμένου να τοποθετούν τους τεράστιους κορμούς.
Άλλο είδος κάρου, περισσότερο πρόχειρο, ήταν το κορ αραπασί, δίτροχο με ξύλινες κυκλικές επιφάνειες για ρόδες και ξύλινο άξονα που το έσερναν βόδια. Η ονομασία οφεί-λεται στο γεγονός ότι τα κάρα αυτά δεν είχαν σταθερό βάδισμα. Ιδιοκτήτες τους ήταν κυ-ρίως οι Κούρδοι, που τα χρησιμοποιούσαν για να εκτελέσουν μικρομεταφορές (αγώγια).
Η περιοχή για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν σκεπασμένη από χιόνια, πράγμα που καθιστούσε αδύνατη τη μετακίνηση και μεταφορά με τα κάρα. Το κύριο μεταφορικό μέσο για τη χειμερινή περίοδο ήταν το έλκηθρο (σάγκα), ξύλινη κατασκευή, που το έσερναν βόδια ή άλογα.
Αυτοκίνητα εμφανίστηκαν στην περιοχή κυρίως μετά την έναρξη του Α΄ Παγκο-σμίου Πολέμου και εξυπηρετούσαν στρατιωτικές και μόνον ανάγκες.
ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ
Τα πανηγύρια στα οποία συμμετείχαν οι κάτοικοι του Σαράφ, είχαν θρησκευτικό χαρακτήρα. Συναθροίσεις μη θρησκευτικού χαρακτήρα με γλέντι γίνονταν και σε εξοχές. Τα πιο ξακουστά πανηγύρια ήταν της Παναγίας στο χωριό Λάλογλη, του Αγίου Γεωργίου στο Γανάχ, της Αναλήψεως στο Μαγαρατσίχ.
Το πιο μεγάλο και ξακουστό πανηγύρι σε ολόκληρο το Κυβερνείο, ήταν αυτό που γινόταν κάθε Δεκαπενταύγουστο στο μοναστήρι της Παναγίας κοντά στο χωριό Λάλογλη. Εκεί μαζεύονταν οι Έλληνες, ως δεκαπέντε χιλιάδες άτομα, από κάθε γωνιά του Κυβερ-νείου και πανηγύριζαν επί ένα τριήμερο. Η Παναΐα τη Λάλογλης ήταν για τους Έλληνες του Κυβερνείου, ότι και η Παναγία Σουμελά για τους Έλληνες του Πόντου. Στον πανη-γυρισμό συμμετείχαν και πολλοί μουσουλμάνοι της περιοχής, αφού θεωρούσαν πως η Παναγία έχει θαυματουργικές ιδιότητες. Την αποκαλούσαν μάλιστα Μαϊρά – μανά (Meryemana).
Κατά τη διάρκεια του πανηγυριού οι κάτοικοι του Σαράφ είχαν την ευκαιρία να βρεθούν με συγγενείς από άλλα χωριά. Κατά τη μετοικεσία του 1878-1884 ομάδες συγγε-νών σκόρπισαν σε διαφορετικά χωριά του Κυβερνείου και το πανηγύρι αυτό έδινε την ευκαιρία να συνευρίσκονται.
Δυτικά του ελληνικού χωριού Σιντισκόμ κοντά στο Αρταχάν, υπήρχε πάνω σε ένα ύψωμα με υψόμετρο 2.220 μ. εκκλησία του Προφήτη Ηλία. Στο εξοχικό αυτό μέρος συ-γκεντρώνονταν όλοι οι κάτοικοι των ελληνικών χωριών της Υποδιοίκησης Αρταχάν και πολλοί Κιόλιαληδες στις 20 Ιουλίου, ημέρα κατά την οποία γιόρταζε ο Προφήτης.
Βέβαια δεν έλειπαν και τα γλέντια σε εξοχικές τοποθεσίες. Ενδιάμεσα στο Σαράφ και το Μεζαράτ, στα λιβάδια πίσω από το Ζαβότ, υπήρχε μια πηγή με ξινό νερό που σχη-μάτιζε μια μικρή λίμνη, το έδαφος γύρω από την οποία ήταν μαλακό και υποχωρούσε αν κάποιος περπατούσε επάνω του. Η τοποθεσία αυτή ονομαζόταν Ναρζάν. Την ημέρα της Αναλήψεως μαζεύονταν εκεί οι κάτοικοι των κοντινών χωριών φέρνοντας μαζί τους τρό-φιμα. Τρωγόπιναν και γλεντούσαν όλη την ημέρα. Έρχονταν και Μαλακάνοι στη συνά-θροιση αυτή και πουλούσαν οπωρολαχανικά. Τα μικρά παιδιά είχαν την εξής συνήθεια, που αποτελούσε γι’ αυτά και παιχνίδι: όταν οι γονείς τους αγόραζαν αγγούρια τα παιδιά τα έκοβαν κατά μήκος, αφαιρούσαν την ψίχα φτιάχνοντας ένα είδος κούπας την οποία γέμιζαν με ξινό νερό και έπιναν.
ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΟΥΣ
Οι ρωσοτουρκικοί πόλεμοι του 19ου αιώνα είχαν ως αποτέλεσμα τη μετακίνηση ε-κατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων από και προς τις δυο εμπλεκόμενες χώρες. Στο ρωσικό νότο και την ευρύτερη περιοχή του Καυκάσου, κατοικούσαν μουσουλμανικοί πληθυσμοί, Κιρκάσιοι - Τσερκέζοι (ρωσ. Cherkesy), Κούρδοι, Τούρκοι, κλπ., για τους οποίους βασική επιδίωξη της τσαρικής Ρωσίας μετά το τέλος κάθε τέτοιου πολέμου ήταν να ανταλλαγούν οι πληθυσμοί αυτοί με χριστιανούς της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της επιδίωξης ικανοποιήθηκε μετά τον πόλεμο του 1877-1878.
Τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης χαρακτηρίζονται από τις προσπάθειες των Πο-ντίων να ξεπεράσουν τα προβλήματα που τους δημιούργησε η μετοικεσία. Στο πλαίσιο αυτό κινήθηκε και η ζωή των κατοίκων του Σαράφ.
Η περιοχή του Καυκάσου, λόγω της γεωγραφικής της θέσης και των πλουτοπαρα-γωγικών πηγών αποτέλεσε επί αιώνες το μήλον της έριδος μεταξύ Ρώσων και Τούρκων. Μετά το 1878 η νικήτρια Ρωσία πέτυχε την εγκατάσταση χριστιανών στην ευαίσθητη αυτή περιοχή. Από το 1890 η ρωσική κυβέρνηση ακολούθησε μια γενική πολιτική εκρωσι-σμού. Δεν αρκούσε πλέον η πίστη και η αφοσίωση των υπηκόων στον τσάρο: έπρεπε να γίνουν όλοι Ρώσοι. Γνωρίζοντας ότι η παραμονή των Ελλήνων στα ρωσικά εδάφη μπορεί μακροπρόθεσμα να δημιουργήσει προβλήματα, επιδίωξε με ποικίλους τρόπους να εκρωσίσει τους πληθυσμούς αυτούς. Δόθηκε σε όλους τους Έλληνες η ρωσική υπηκοότη-τα, ρωσοποιήθηκαν τα επώνυμά τους με την πρόσθεση σ’ αυτά της κατάληξης –οφ, επι-βλήθηκε η διδασκαλία των μαθημάτων στη ρωσική, δεν αναγνωρίζονταν ως νόμιμες οι ελληνικές κοινότητες, κλπ.
Ο βαθμός εφαρμογής των μέτρων αυτών, επηρεάστηκε σημαντικά από τις κοινωνι-κές εξεγέρσεις που συχνά συνέβαιναν στη Ρωσία – και ιδιαίτερα μετά τον Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο του 1905–, από τη σθεναρότητα με την οποία αντιστέκονταν οι ελληνικοί πληθυ-σμοί, καθώς και από τις ειδικές συνθήκες διοίκησης που επικρατούσαν στο Κυβερνείο του Καρς.
Στο λεξιλόγιο της ποντιακής διαλέκτου εισέβαλαν πάμπολλες λέξεις της ρωσικής γλώσσας, στις περισσότερες περιπτώσεις με την απαραίτητη προσαρμογή τους στη φω-νητική και τη γραμματική της ποντιακής. Κάτι τέτοιο άλλωστε ήταν αναπόφευκτο, αφού η ποντιακή ως διάλεκτος δεν είχε τα απαραίτητα γλωσσικά εργαλεία που θα κάλυπταν τις καθημερινές ανάγκες επικοινωνίας και συναλλαγών με τις ρωσικές αρχές. Περισσότερο επηρεάστηκαν από τη ρωσική οι άντρες και λιγότερο οι γυναίκες, οι οποίες προσκολλη-μένες στις οικιακές και αγροτικές δουλειές χρησιμοποιούσαν ατόφια την ποντιακή. Τα παιδιά μεγάλωναν μαθαίνοντας την ποντιακή και μόνον στο σχολείο είχαν επαφή με τη ρωσική γλώσσα.
Είναι χαρακτηριστική η ευκολία με την οποία οι Έλληνες συμμετείχαν στη στρατι-ωτικοτοπική διοίκηση, στα εκκλησιαστικά και εκπαιδευτικά δρώμενα του Κυβερνείου, πράγμα βέβαια που οφείλεται στον γενικότερο ρωσικό σχεδιασμό, που όμως έδινε στο ελληνικό στοιχείο το απαραίτητο κύρος και τη δύναμη για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων του.
Τα ήθη, τα έθιμα, οι παραδόσεις των Ελλήνων του Κυβερνείου δεν είχαν ουσιωδώς μεταβληθεί. Απομονωμένοι από τον υπόλοιπο ποντιακό Ελληνισμό, δημιούργησαν ισχυ-ρούς μηχανισμούς αντίστασης στις ξενικές επιδράσεις, ενταγμένους στη διαδικασία υπε-ραναπλήρωσης των ελλείψεων που οφείλονταν στις επιδράσεις αυτές. Οι επιδράσεις αυ-τές ήταν περιορισμένες για τους Έλληνες της Κιόλιας αφού ζούσαν σε δύσβατη ορεινή περιοχή, όπου η προπαγάνδα δεν είχε τα αναμενόμενα για τους Ρώσους αποτελέσματα.
Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα η ζωή στην Κιόλια και το Σαράφ, δε φαίνεται να επηρεάστηκε σοβαρά από γεγονότα που είχαν άμεση ή έμμεση σχέση με το Κυβερνείο. Περιστασιακές μόνο επιδρομές από Κούρδους των γειτονικών περιοχών διατάρασσαν τη ζωή των Ελλήνων. Επίσης η παρουσία των Αρμενίων που είχαν εκπατριστεί από τα εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας και μετακινούνταν διαρκώς, δημιούργησε κατά καιρούς προβλήματα και στους κατοίκους του Σαράφ
Οι συνέπειες όμως του Ρωσοϊαπωνικού Πολέμου του 1905, οι αλλαγές στον τρόπο διακυβέρνησης της Ρωσίας, οι αναστατώσεις που προκλήθηκαν και κυρίως τα επαναστα-τικά κινήματα, άλλαξαν ως ένα βαθμό τη ζωή των κατοίκων. Μετά τα γεγονότα του 1905 διαταράχθηκαν ανεπανόρθωτα οι σχέσεις των Ελλήνων με τους αλλοεθνείς, χαλάρωσε ο έλεγχος που ασκούσε η ρωσική διοίκηση και αποδιοργανώθηκαν οι κρατικές υπηρεσίες.
Ως συνέπεια των παραπάνω προέκυψε για τους Έλληνες η ανάγκη εξοπλισμού τους, ώστε να υπάρχει ισορροπία μεταξύ των εθνοτήτων και ομαλή συμβίωση, πράγμα που εν μέρει επιτεύχθηκε μέχρι το 1914

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΞΑΕΤΙΑ ΣΤΟ ΚΥΒΕΡΝΕΙΟ
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΑΠΟ ΤΟ 1914 ΩΣ ΤΟ 1920
Σοβαρά προβλήματα, που αφορούσαν την επιβίωση και την παραμονή των Ελλήνων στα εδάφη του Κυβερνείου δημιουργήθηκαν με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914. Η Τουρκία και η Ρωσία, βρέθηκαν για μια ακόμη φορά σε εμπόλεμη κατάσταση. Η Τουρκία τάχθηκε στο πλευρό των Γερμανών και ο Καύκασος μεταβλήθηκε σε μέτωπο πολέμου. Οι πολεμικές επιχειρήσεις που έλαβαν χώρα μετά το 1914 ώθησαν πολλούς από τους Έλληνες του Κυβερνείου στη φυγή. Στις επιχειρήσεις του χειμώνα ’14-’15 οι Ρώσοι είχαν σύμμαχό τους, το βαρύ χειμώνα, το στρατηγό πάγο (Γκενεράλ Μαρόζ) όπως χαρακτηριστικά έλεγαν, που ενέσκηψε και αποδεκάτισε τους Τούρκους στρατιώτες.
Το 1915 σημαδεύεται από τις σφαγές των Αρμενίων στα οθωμανικά εδάφη. Οι Αρ-μένιοι των χωριών του Κυβερνείου, του νότου κυρίως, υπό τον φόβο νέων τουρκικών προελάσεων καταφεύγουν στην ορεινή περιοχή της Κιόλιας. Στο Σαράφ συγκεντρώθηκαν αρκετές οικογένειες Αρμενίων από το γειτονικό Μερτινίκ, βρίσκοντας φιλοξενία από τους γνωστούς και ομόδοξους κατοίκους του χωριού.
Οι μουσουλμάνοι όμως της περιοχής προβαίνουν σε δολοφονίες Αρμενίων και μέσα στο χωριό. Άτακτες ομάδες Τούρκων και Κούρδων εισβάλλουν στο χωριό με διπλό σκο-πό: να δολοφονήσουν επί τόπου τους Αρμενίους που κρύβονταν και να λεηλατήσουν τα ελληνικά σπίτια. Σε κάθε τέτοια επιδρομή άτακτων ομάδων οι άνδρες του χωριού κρύβο-νταν. Ενδεχόμενη σύλληψή τους σήμαινε θάνατο.
Η κατάσταση αυτή κράτησε μέχρι τις αρχές του 1916. Οι Ρώσοι νικούν τα στρα-τεύματα του Εμβέρ Πασά που είχαν εισβάλλει στο Κυβερνείο και τα υποχρεώνουν να υ-ποχωρήσουν. Η ζωή φαίνεται να παίρνει πάλι τον κανονικό της ρυθμό.
Τα επαναστατικά γεγονότα του 1917 στη Ρωσία με αποκορύφωμα την Οκτωβριανή Επανάσταση που φέρνει τους μπολσεβίκους στην εξουσία, δημιούργησαν μια χαώδη κα-τάσταση που είχε άμεσο αντίκτυπο στη ζωή των Ελλήνων του Καρς. Οι μπολσεβίκοι δια-κηρύσσουν την αντίθεσή τους στον πόλεμο και ο ρωσικός στρατός εγκαταλείπει τα πολε-μικά μέτωπα.
Αντιπρόσωποι των εθνοτήτων του Αντικαυκάσου, συνέρχονται στα τέλη Νοεμβρίου του ’17 στην Τιφλίδα, με σκοπό τον ανασχηματισμό και την ενίσχυση των εθνικών στρα-τευμάτων, την ανασυγκρότηση του μετώπου και τη διατήρηση της τάξης στο εσωτερικό.
Χιλιάδες Έλληνες εγκαταλείπουν τον Πόντο, αναζητώντας καταφύγιο στα ελληνικά χωριά του Κυβερνείου. Οι αρχικές αντιρρήσεις των αρχών, που δεν επέτρεπαν στους πρόσφυγες του Πόντου να μπουν στα εδάφη του Κυβερνείου επειδή ήταν τουρκοϋπήκοοι, ξεπεράστηκαν με τις δυναμικές αντιδράσεις Ελλήνων που κατείχαν σημαντικές θέσεις στη διοίκηση του Κυβερνείου. Έτσι οι πρόσφυγες από τον Πόντο, πολιτογραφήθηκαν ρωσοϋπήκοοι και θεωρήθηκαν κάτοικοι των ελληνικών χωριών του Κυβερνείου.
Το Γενάρη του 1918 οργανώθηκε στο Αρταχάν ένα τάγμα 800 περίπου ένοπλων Ελλήνων με σκοπό την προστασία των Ελλήνων της περιοχής Αρταχάν – Κιόλιας. Διοι-κητής του τάγματος ήταν ο Χρήστος (Χισίρτς) από το Μεζαράτ, με αξιωματικούς τον Γεώργιο Αδαμίδη, Κωνσταντίνο Πετρίδη, Ανδρέα Ιασονίδη, Κυριάκο Παπαδόπουλο, Η-ρακλή Κιλλαχίδη από το Σιντισκόμ, Ιωάννη Κεσίδη και Νικόλαο Εμπορόπουλο. Το τάγμα αυτό δεν μπόρεσε να επιβιώσει ως σύνολο και λίγο καιρό αργότερα διαλύθηκε σε μικρές ομάδες οι οποίες επέστρεψαν στα χωριά τους, για να προσφέρουν ασφάλεια από τις βιαιοπραγίες του μουσουλμανικού στοιχείου.
Έγιναν προσπάθειες να αποσπαστεί ένα ελληνικό τάγμα από το Καρς στο Αρταχάν, ώστε να προστατευθούν οι Ελληνοπόντιοι του Αρταχάν και της Κιόλιας. Το τάγμα αν και ξεκίνησε δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του, γιατί στο χωριό Ζαβότ, στο ενδιάμεσο της διαδρομής Καρς – Μερτινίκ, αφοπλίστηκε από Κούρδους της περιοχής, οι οποίοι απαίτη-σαν ταυτόχρονα από τους Ελληνοπόντιους της Κιόλιας να τους παραδώσουν 3.000 όπλα, πράγμα που έγινε και αφέθηκαν ελεύθεροι οι στρατιώτες.
Στις 3 Μαρτίου του 1918 υπογράφεται η συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ (πόλη της Λευκορωσίας), με την οποία τα εδάφη του Κυβερνείου επιδικάζονται στην Τουρκία. Μέ-χρι το τέλος Μαρτίου αποχωρούν και οι τελευταίοι Ρώσοι στρατιώτες, ρίχνοντας τους Έλληνες στην απόγνωση. Από τον Απρίλιο τα εδάφη του Αρταχάν και της Κιόλιας κατα-λαμβάνονται από τον τουρκικό στρατό. Η νέα διοίκηση επιβάλλοντας μέτρα, κατάφερε να περιορίσει τις βιαιότητες που διέπρατταν οι μουσουλμάνοι και να κυριαρχήσει έτσι, για ένα περίπου χρόνο, ηρεμία και τάξη. Βέβαια η ηρεμία αυτή είχε και το αντίτιμό της: επι-βλήθηκαν στον ελληνικό πληθυσμό αγγαρείες για την εκτέλεση στρατιωτικών έργων, κα-θώς και φορολογία 10% επί της σοδειάς. Τέλη Μαρτίου παραδόθηκε στα προελαύνοντα τουρκικά στρατεύματα η πόλη του Καρς.
Εντωμεταξύ η Προσωρινή Κυβέρνηση της Ρωσίας στις 9 Μαρτίου του ’17 δημι-ουργεί μια κατάλληλη εξουσία στην Υπερκαυκασία, την Ειδική Υπερκαυκασιανή Επι-τροπή (Osobii Zakavkazskii Komitet, συντομογραφικά Ozakom) με τη συμμετοχή σ’ αυ-τήν Γεωργιανών, Αρμενίων και Αζερμπαϊτζανών. Ταυτόχρονα ιδρύονται εθνικές με-ραρχίες για την άμυνα κατά παντός εχθρού. Οι Έλληνες ίδρυσαν μια ελληνική μεραρχία με τρία συντάγματα και ένα ανεξάρτητο τάγμα.
Ο βίος της Επιτροπής αυτής ήταν εφήμερος. Το Μάιο του ’18 διαλύεται και τη θέση του παίρνουν οι τρεις νεοϊδρυόμενες δημοκρατίες της Γεωργίας, της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν. Οι τρεις εθνότητες αδυνατούν να ασκήσουν κεντρική εξουσία και τα προ-βλήματα πολλαπλασιάζονται.
Αμέσως μετά τη διακυβέρνηση αναλαμβάνει η λεγόμενη Μελησούρα (Νοτιοδυτική Δημοκρατία), μια επιτροπή αποτελούμενη από εκπροσώπους των εθνοτήτων που κατοι-κούσαν στα εδάφη του Κυβερνείου. Οι Τούρκοι του Κυβερνείου από τα μέσα του 1918, βασιζόμενοι στη συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ και στις διακηρύξεις του προέδρου των Η.Π.Α. Ουίλσον για την αυτοδιάθεση των λαών και με την ενεργή βοήθεια της τουρκικής κυβέρνησης, ίδρυσαν τη Μελησούρα που αποτελούνταν από εκπροσώπους των μου-σουλμανικών πληθυσμών (πλειοψηφία), δύο εκπροσώπους των Ελλήνων (Βαφειάδης Στέφανος και Τσαμουσίδης) και δυο των Ρώσων. Πρόεδρός της χρημάτισε ο μουσουλμά-νος Ιμπραήμ Μπέη Τζαγκίροφ. Κύριος σκοπός της Μελησούρα ήταν η παρεμπόδιση της εξάπλωσης των Αρμενίων στο Κυβερνείο, αλλά και το νοτιοδυτικό Καύκασο. Για το σκο-πό αυτό είχαν οργανώσει και στρατό δεκαπέντε χιλιάδων ατόμων, που σε περίπτωση έ-κτακτης ανάγκης μπορούσαν να φτάσουν τις τριάντα χιλιάδες.
Αρχές του 1919 ο Ιμπραήμ Μπέη, παρακινούμενος από τους Άγγλους, σχεδίαζε να καταλάβει στρατιωτικά εδάφη της Κιόλιας που πριν το 1878 ανήκαν στην Τουρκία. Για το σκοπό αυτό πήγε στο χωριό Σαλούτ της Κιόλιας, ώστε να ανιχνεύσει την κατάσταση και να δράσει όταν και εάν το επιτρέψουν οι συνθήκες. Φιλοξενήθηκε στο σπίτι του παπά του χωριού. Διαπιστώνοντας ότι οι Έλληνες κάτοικοι των χωριών της Κιόλιας είναι οπλισμέ-νοι, πράγμα που σήμαινε αιματηρές συγκρούσεις με το στρατό της Μελησούρα, συμβού-λεψε το δάσκαλο Ανδριάνοφ, στον οποίο είχε υποχρέωση, να φύγει οικογενειακώς από το χωριό και να πάει στο Καρς. Ο παπα Βασίλης Κοτανίδης έχοντας υποψιαστεί πως κάτι κακό θα γίνει, πήγε στο Καρς μαζί με τον Χαράλαμπο Παρκοσίδη και ειδοποίησαν τον Ιβάν Κάλτσεφ. Ο κίνδυνος αποσοβήθηκε με την επέμβαση ελληνικών στρατιωτικών τμημάτων.
Τον Απρίλιο του ’19 τερματίζεται η τουρκική κατοχή στην περιοχή Αρταχάν, ενώ τα γεωργιανικά στρατεύματα καταλαμβάνουν την πόλη του Αρταχάν. Η περιοχή της Κιόλιας απελευθερώθηκε λίγο αργότερα, με τη συνδρομή των γεωργιανικών στρατευμάτων και Ελλήνων κατοίκων της περιοχής του Αρταχάν, που έδωσαν μάχη κοντά στο κουρδικό χω-ριό Γουριαβάγκ, στην είσοδο των στενών από το Αρταχάν προς την Κιόλια.
Το Μάιο του 1919 οι Άγγλοι, που είχαν αποβιβαστεί προηγουμένως στο Βατούμ, διαλύουν τη Μελησούρα και παραχωρούν όλα τα εδάφη στην Αρμενική Δημοκρατία, πλην της Υποδιοίκησης Αρταχάν που παραχωρήθηκε στη Δημοκρατία της Γεωργίας. Έτσι από το Μάιο του 1919 όλα τα ελληνικά χωριά του Κυβερνείου, πλην των εφτά της Υπο-διοίκησης Αρταχάν, εντάχθηκαν στην Αρμενική Δημοκρατία. Η κατάσταση αυτή παρέ-μεινε μέχρι τις αρχές του 1920 οπότε το Κυβερνείο περιήλθε στην Τουρκία, βάσει των διατάξεων της συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφσκ.
Κατά τη διάρκεια της αρμενικής διοίκησης οι Έλληνες έκαναν προσπάθειες για στρατιωτική και πολιτική οργάνωση. Οι ενέργειες αυτές προέκυπταν από την άμεση ανά-γκη επιβίωσης του ελληνικού στοιχείου στις δύσκολες συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί, καθώς και από μια βαθύτερη πεποίθηση πως τελικά θα αποφευχθεί η φυγή τους από το Κυβερνείο, οπότε θα προέβαλε ως αναγκαία και μια ισχυρή στρατιωτική και πολιτική πα-ρουσία. Στο Καρς τον Ιούλιο του 1919 εκλέγεται Εθνικό Συμβούλιο των Ελλήνων της Αρμενίας, με σκοπό να δίνει λύσεις στα διαρκώς ογκούμενα προβλήματα των Ελλήνων, βασισμένο στις παρακάτω αρχές:
1. η οργάνωση απέβλεπε στην αντιμετώπιση και καταπολέμηση της ληστείας εις βά-ρος των Ελλήνων που είχε λάβει επικίνδυνες διαστάσεις,
2. στην οργάνωση παίρνουν μέρος όσοι μπορούν να κρατήσουν όπλο,
3. σε κάθε χωριό συγκροτείται στρατιωτικό σώμα με επικεφαλής αξιωματικό ή υπα-ξιωματικό,
4. στα σώματα ασφαλείας επιστρατεύονται άντρες ηλικίας 18 ως 30 ετών,
5. τα σώματα ασφαλείας θα έχουν σύνδεσμο μεταξύ τους,
6. στις περιφερειακές διοικήσεις των σωμάτων ασφαλείας προΐστανται Έλληνες αξι-ωματικοί που διορίζονται από το Εθνικό Συμβούλιο των Ελλήνων της Αρμενίας (Ε.Σ.Ε.Α.) ενώ ο διορισμός τους επικυρώνεται από την αρμενική κυβέρνηση,
7. ο διοικητής κάθε περιφέρειας περιπολεί με τους άντρες του και καταπολεμά τη λη-στεία στην περιοχή του,
8. τα περιφερειακά σώματα ασφαλείας υπάγονται στη δικαιοδοσία του Περιφερειακού Εθνικού Συμβουλίου και όλη η δύναμη των σωμάτων των περιφερειών στο (Ε.Σ.Ε.Α.),
9. όσοι είναι άνω των 30 ετών παραμένουν στα χωριά προς υπεράσπισή τους,
10. για οτιδήποτε συμβαίνει στην περιοχή του ο διοικητής το αναφέρει στο Ε.Σ.Ε.Α. και στη Γενική Διοίκηση του Αρμενικού Κράτους,
11. οι δικαιοδοσίες του κάθε περιφερειακού διοικητή φθάνουν μόνον μέχρι τα όρια της περιφέρειάς του. Για να μεταβεί σε άλλη περιοχή ζητά έγκριση από το Ε.Σ.Ε.Α.,
12. ο εξοπλισμός των σωμάτων γίνεται με καταστάσεις που καταρτίζει το Ε.Σ.Ε.Α., μετά από έγκριση των αρμενικού κράτους.
Στο διάστημα αυτό οι Έλληνες της Κιόλιας συγκροτούν ένοπλες ομάδες για να α-ντιμετωπίσουν τις διαρκώς αυξανόμενες επιθέσεις από μέρους των Κούρδων κυρίως. Οι επιθέσεις αυτές έγιναν περισσότερο βάρβαρες εξαιτίας των συκοφαντικών δημοσιευμάτων της εφημερίδας Τιφλίσκι Λιστόκ εις βάρος των Ελλήνων, που προωθούσε το μου-σουλμανικό κόμμα. Τα δημοσιεύματα βέβαια δεν ήταν εντελώς αβάσιμα, αλλά σε κάθε περίπτωση μεγαλοποιούσαν τα περιστατικά βίας των Ελλήνων εναντίον των Κούρδων της Κιόλιας. Η εφημερίδα χρηματοδοτούνταν από τους Αρμενίους, οι οποίοι είχαν κάθε συμφέρον να συκοφαντούν τους Έλληνες για να στρέψουν το μένος των μουσουλμάνων εναντίον τους.
Δόθηκαν σκληρές μάχες με τους Κούρδους τις περιοχής όπως η μάχη στο βουνό Τσόλ Τεπέ κοντά στο χωριό Κογκ, στο χωριό Τιόρτ-Κιλισέ και στο βουνό Σιρίν Νταού.
Η θλιβερή κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει οι Κιόλιαληδες, τους ανάγκασε να εκλέξουν μια τριμελή αντιπροσωπεία αποτελούμενη από τους: Στυλιανό Καραχότσεφ (Μαυρογένης) και Απόστολο Μιχαηλίδη από το χωριό Βαργενές και Σάββα Πατσίδη από το Μεζαράτ, οι οποίοι θα μετέβαιναν το Μάιο του ’19 στην Τιφλίδα, προκειμένου να ζη-τήσουν τη συμπαράσταση των Γεωργιανών, αλλά και τη βοήθεια των Άγγλων που είχαν αποβιβαστεί στο Βατούμ. Μετά και την παρέμβαση του προέδρου του Εθνικού Συμβου-λίου του Πόντου Βασιλείου Ιωαννίδη, στάλθηκαν στην περιοχή της Κιόλιας αρμενικά στρατεύματα και οι επιθέσεις εκ μέρους των Κούρδων μειώνονται αισθητά.
Η συνεργασία με την αρμενική διοίκηση ήταν προβληματική και ως εκ τούτου κα-θίστατο αδύνατη η παραμονή των Ελλήνων στα χωριά τους.
Η γενικότερη κατάσταση που επικρατούσε στα εδάφη του Κυβερνείου σχετιζόταν άμεσα με την προσπάθεια δημιουργίας ανεξάρτητου κράτους στον Πόντο και με τις ενέρ-γειες του Γενικού Συμβουλίου των Ποντίων που έδρευε στο Βατούμ. Το Συμβούλιο αυτό σε συνεργασία με το Συμβούλιο των Ελλήνων της Αρμενίας πρότειναν (καλοκαίρι 1919) την παραμονή των Ελλήνων του Κυβερνείου εκεί που βρισκόταν και την επί τόπου περί-θαλψή τους. Εντωμεταξύ στην περιοχή είχε φθάσει και η Αποστολή Περιθάλψεως από την Ελλάδα, με επικεφαλή το Νίκο Καζαντζάκη, το πνεύμα και οι ενέργειες της οποίας συμβάδιζαν με τις γενικότερες επιδιώξεις των δυο ελληνικών συμβουλίων της περιοχής. Ωστόσο υπήρξαν και περιπτώσεις που οι διαφωνίες των μελών κάθε πλευράς οδήγησαν σε ακραίες συμπεριφορές και ενέργειες.
Τα απανωτά δραματικά γεγονότα του καλοκαιριού του 1919, δεν άφηναν περιθώρια στους υπευθύνους να ελπίζουν πως είναι δυνατή η παραμονή των Ελλήνων του Κυβερ-νείου στα εδάφη τους. Έτσι τον Αύγουστο του 1919 αποφασίστηκε η μετανάστευση τους στην Ελλάδα.
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΞΟΔΟ
Η περίοδος από το 1914 ως το 1919 σημαδεύεται από τραγικά γεγονότα και απανω-τές μετακινήσεις των Ελλήνων του Κυβερνείου. Από το Μάρτιο του 1918 οι Ελληνοπό-ντιοι των νότιων, κυρίως, περιοχών έφυγαν από τα χωριά τους, ενώ χιλιάδες άλλοι παρέ-μειναν στα χωριά τους ή σε ασφαλέστερες περιοχές αναβάλλοντας τη φυγή τους κι αυτό οφειλόταν σε πολλούς λόγους: α) έλπιζαν πως τελικά δε θα πραγματοποιηθούν οι όροι της συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφσκ, β) πίστευαν πως οι ελληνικές, αρμενικές και γεωρ-γιανικές δυνάμεις του Κυβερνείου θα ανέκοπταν την προέλαση του τουρκικού στρατού και γ) επηρεάστηκαν από συμπατριώτες τους, στρατιωτικούς κυρίως, οι οποίοι τους πα-ρότρυναν να παραμείνουν στα χωριά τους και να μη προτιμήσουν το άγνωστο φεύγοντας απ’ αυτά.. Αντίθετα οι πολιτικοί ξεσήκωναν τον ελληνικό πληθυσμό να φύγει προς το ε-σωτερικό της Ρωσίας και συμβούλευαν τους στρατεύσιμους να μη κατατάσσονται στα ελληνικά τάγματα του Αντικαυκάσου.
Η οριστική απόφαση για μαζική μετακίνηση των Ελληνοποντίων της Κιόλιας πάρ-θηκε τον Αύγουστο του 1920, όμως χιλιάδες Ελλήνων είχαν ήδη εγκαταλείψει τις εστίες τους. Ήδη από το Μάιο του 1913 αρκετές οικογένειες Ελλήνων από το Κυβερνείο, ιδίως από τις ορεινές περιοχές, είχαν μεταναστεύσει μεμονωμένα στην Ελλάδα, με δική τους πρωτοβουλία. Με τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων και την προσάρτηση στο ελληνικό κράτος νέων εδαφών, οι Καρσλήδες, ενδεχομένως με την παρότρυνση κάποιων, αποφά-σισαν να μεταναστεύσουν στη Μακεδονία, ελπίζοντας σε μια καλύτερη ζωή στα εδάφη της Ελλάδας.
Τους ελληνικούς πληθυσμούς που μετακινήθηκαν μπορούμε να τους χωρίσουμε σε τρεις ομάδες:
1. Από τις υποδιοικήσεις Καρς, Σογανλούκ, Καγκισμάν και Χοροσάν περίπου τριάντα χιλιάδες είχαν μεταναστεύσει από το Νοέμβριο του 1917 ως τους πρώτους μήνες του 1918 προς τις βόρειες περιοχές του Καυκάσου μέσω Καρς και Τιφλίδας. Η μετακίνηση αυτή έγινε χωρίς κεντρικό σχεδιασμό, μέσα σε κλίμα πανικού και φυγής.
2. Στην περιοχή γύρω από την πόλη του Καρς είχαν συγκεντρωθεί μέχρι το φθινόπωρο του 1919 περίπου τριάντα χιλιάδες, όσοι δηλαδή είχαν απομείνει στις προαναφερθείσες υποδιοικήσεις, Σ’ αυτούς συμπεριλαμβάνονται και αρκετοί από άλλες περιοχές. Τα μέλη των Συμβουλίων και της Ελληνικής Περιθάλψεως, μετά από πολλές παλινωδίες αποφάσισαν την μεταφορά των προσφύγων αυτών με τρένο μέσω Καρς και Τιφλίδας στο Βατούμ. Από εκεί θα έφευγαν για την Ελλάδα με πλοία μισθωμένα από την ελλη-νική κυβέρνηση.
3. Μια τρίτη ομάδα από δεκαπέντε χιλιάδες των περιοχών Κιόλιας και Όλτης μετακινή-θηκαν πεζή περνώντας το όρος Γιαλανγούζ - Τσαμ από την περιοχή του Αρταχάν προς το Βατούμ. Η μετακίνησή τους έγινε το διάστημα Νοεμβρίου - Δεκεμβρίου του 1920. Στα τέλη του 1920 μετακινήθηκαν προς το Βατούμ οι κάτοικοι των χωριών Φαχρέλ και Γανάχ, που ανήκαν στη Δημοκρατία της Γεωργίας (πρώην Υποδιοίκηση Αρταχάν). Τα χωριά Πεπερέκ και Τοροσχόφ της ίδιας περιοχής, αφού έμειναν στα χωριά τους μέχρι μέσα Φεβρουαρίου 1921 αρνούμενοι να μετακινηθούν, δέχτηκαν επιθέσεις από άτακτους Τούρκους. Όσοι κατάφεραν να γλιτώσουν έφτασαν μετά από περιπέτειες στο Βατούμ.
Έτσι στις αρχές του 1921 κανένας Έλληνας δεν υπήρχε πλέον στο Κυβερνείο. Η σαραντάχρονη ελληνική παρουσία τερματίστηκε, αλλά οι Έλληνες του Κυβερνείου δεν υπέστησαν τα δεινά των Ελλήνων του Πόντου.
Στο Βατούμ είχαν συγκεντρωθεί χιλιάδες Έλληνες του Κυβερνείου και άλλων περι-οχών του Καυκάσου, που διαβιούσαν κάτω από άθλιες συνθήκες. Έπειτα από διαφωνίες και συγκρούσεις τα Συμβούλια των Ποντίων και η Ελληνική Αποστολή, συμφώνησαν για τη μετανάστευση των προσφύγων στην Ελλάδα αφού όλος αυτός ο πληθυσμός κινδύνευε με αφανισμό. Οι οργανώσεις αυτές, με τη βοήθεια και του Θεοφύλακτου Θεοφυλάκτου που εκείνο τον καιρό βρισκόταν στην Αθήνα, έπεισαν την ελληνική κυβέρνηση να χορη-γήσει τα απαιτούμενα κονδύλια για την περίθαλψη των προσφύγων και να στείλει πλοία για τη μετάβασή τους από το Βατούμ στην Ελλάδα.
Το πρώτο πλοίο που αναχώρησε στις 25-4-1920 από το Βατούμ για την Ελλάδα ήταν το ΚΕΑ. Μέχρι τον Αύγουστο του 1920 πραγματοποιήθηκαν 12 δρομολόγια πλοίων που μετέφεραν συνολικά 25.000 χιλιάδες περίπου πρόσφυγες σε διάφορα λιμάνια της Ελ-λάδας.
Η διαδικασία της μεταφοράς διακόπηκε μέχρι το Νοέμβριο του ίδιου έτους. Από τις 13-11-1920 μέχρι το Φεβρουάριο του 1921 έγιναν 11 δρομολόγια και μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα άλλες 30.000 χιλιάδες πρόσφυγες.
ΤΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑΣ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΟΥ ΣΑΡΑΦ ΚΑΙ Η ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Από το 1913 η κατάσταση στο Κυβερνείο αλλάζει και δημιουργούνται συνθήκες που ωθούν τους κατοίκους του Σαράφ στη φυγή. Ήδη το 1913 μερικές οικογένειες (με το επώνυμο Ανδριανίδης) παίρνουν την απόφαση να φύγουν. Στην Ελλάδα εγκαθίστανται στη Θεσσαλονίκη και το χωριό Περιστέρι του Κιλκίς. Οι υπόλοιποι κάτοικοι ελπίζοντας πως θα ομαλοποιηθεί η κατάσταση, παραμένουν στο χωριό.
Κατά την τουρκική προέλαση το χειμώνα του 1914-15 οι κάτοικοι του Σαράφ, αλλά και όλοι οι Ελληνοπόντιοι της Κιόλιας καταφεύγουν σε άλλα χωριά και πόλεις προκειμέ-νου να βρουν ασφάλεια. Επιστρέφουν στα χωριά του μετά από απουσία τριών μηνών περίπου.
Όσοι υπηρετούσαν ως αστυνομικοί στην πόλη του Καρς μάθαιναν λεπτομερώς τα πολεμικά γεγονότα στο νότο του Κυβερνείου που άρχισαν από το 1914. Όταν τα πρώτα πλήθη Ελλήνων προσφύγων άρχισαν να συγκεντρώνονται στην πόλη του Καρς και τις γύρω περιοχές από τα τέλη του 1917, οι Σαραφλήδες αστυνομικοί θεώρησαν πως γρήγορα θα έρθει και η σειρά του δικού τους χωριού. Τρομοκρατημένοι, δημιούργησαν στο χωριό μια ατμόσφαιρα φυγής. Το πνεύμα φυγής που μεταδόθηκε στο χωριό, τα βίαια επεισόδια εις βάρος των Ελλήνων, οι ζωοκλοπές και η ρευστή πολιτική και πολεμική κατάσταση, οδήγησε ορισμένες οικογένειες από το Σαράφ στη φυγή. Οι οικογένειες αυτές ήταν: Κασκαμανιδαίοι, Πανιδαίοι, Σαπρανιδαίοι και Κατικαριδαίοι. Αφού τελείωσαν τη συγκομιδή της σοδειάς και φόρτωσαν στα κάρα τα απαραίτητα εφόδια ετοιμάστηκαν να φύγουν. Στο χωριό θα έμεναν οι υπόλοιπες οικογένειες με την ελπίδα πως η κατάσταση θα αναστραφεί.
Σκηνές αλλοφροσύνης εκτυλίχθηκαν κατά τον αποχωρισμό των συγγενών, όμως η ειλημμένη απόφαση πραγματοποιήθηκε και έτσι τέλος Αυγούστου του ’19 οι πρώτοι φυ-γάδες του Σαράφ κατευθύνθηκαν προς το Καρς με τα κάρα, ακολουθώντας τη γνωστή σ’ αυτούς διαδρομή μέσω Μερτινίκ – Ζαβότ (χωριό στο δρόμο για το Καρς).
Στο Καρς εγκαταστάθηκαν προσωρινά σε σκηνές κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό, περιμένοντας να επιβιβαστούν σε τρένα με κατεύθυνση το Βατούμ. Πούλησαν τα ζωντανά που είχαν φέρει μαζί τους από το χωριό, καθώς και άλλα είδη που θα δυσκόλευαν τη μετακίνησή τους με το τρένο, εξασφαλίζοντας έτσι κάποια χρηματικά ποσά.
Την ίδια εποχή στο Καρς και την γύρω περιοχή είχαν συγκεντρωθεί χιλιάδες Έλλη-νες κυρίως από τις νότιες περιοχές του Κυβερνείου. Οι Τούρκοι με κυκλωτικές κινήσεις σχεδίαζαν την κατάληψη του Καρς. Η Ελληνική Αποστολή και το Εθνικό Συμβούλιο των Ελλήνων της Αρμενίας αποφασίζουν την μετακίνηση των πληθυσμών αυτών με τρένα, μέσω Τιφλίδας, προς το Βατούμ.
Στο σιδηροδρομικό σταθμό του Καρς συνωθούνταν χιλιάδες άνθρωποι που ανέμε-ναν την επιβίβασή τους στα τρένα. Οι συνθήκες διαβίωσης, η έλλειψη μεταφορικών μέ-σων (τρένων), η διάσταση απόψεων όσον αφορά το θέμα της μετανάστευσης και η πα-ντελής απουσία καλά οργανωμένου και αποτελεσματικού σχεδίου, συνέθεταν την τραγική κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι χιλιάδες των Ελλήνων που περίμεναν με αγωνία να φύγουν.
Λόγω της αναταραχής που επικρατούσε στο σιδηροδρομικό σταθμό του Καρς, δεν ήταν λίγοι αυτοί που πλήρωναν χρήματα προκειμένου να εξασφαλίσουν θέσεις στα τρένα που έφευγαν. Οι οικογένειες του Σαράφ με ενέργειες του Ιάκωβου Κασκαμανίδη, που ή-ταν και επικεφαλής της ομάδας, επιβιβάστηκαν τέλος Σεπτεμβρίου του ’19 σε τρία βαγόνια τρένου με προορισμό το Βατούμ, αφού αναγκάστηκαν να πληρώσουν αρκετά χρήματα.
Σε πολλές περιπτώσεις οι πρόσφυγες άλλαζαν τρένο στην Τιφλίδα και έπαιρναν άλ-λο τρένο για το Βατούμ. Στο σιδηροδρομικό σταθμό της Τιφλίδας παρέμεναν πολλές φο-ρές για έναν ή δυο μήνες και διασκορπίζονταν προς διάφορες κατευθύνσεις αναζητώντας ασφάλεια. Πολλοί κατάφεραν να φτάσουν στο Βατούμ κι άλλοι πήγαν σε περιοχές της νότιας Ρωσίας όπου υπήρχε σχετική ασφάλεια. Μαζί με τους Έλληνες έφευγαν και πολλοί Αρμένιοι, οι οποίοι στο σιδηροδρομικό σταθμό της Τιφλίδας αποβίβαζαν με τη βία του Έλληνες, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη μετάβασή τους σε βορειότερες περιοχές.
Οι οικογένειες του Σαράφ από την Τιφλίδα, στα μέσα Οκτωβρίου του ’19, παίρνουν άλλο τρένο και αποβιβάζονται στην κωμόπολη Μιχαήλοβα (σημ. Haşuri) που κατοικού-νταν από Γεωργιανούς. Η Μιχαήλοβα βρισκόταν δυτικά της Τιφλίδας, στα εδάφη της νεοσύστατης τότε Δημοκρατίας της Γεωργίας, στο ενδιάμεσο της διαδρομής από την Τι-φλίδα προς το Βατούμ και κοντά στην περιοχή της Τσάλκας.
Εγκαταστάθηκαν σε δωμάτια ή αποθήκες που τους παραχώρησαν οι Γεωργιανοί κάτοικοι της πόλης και εξασφάλιζαν τα προς το ζην δουλεύοντας περιστασιακά σε διάφο-ρες δουλειές. Αρκετοί δούλευαν στους φούρνους της πόλης και έτσι προμηθεύονταν το ψωμί για τη διατροφή των οικογενειών τους. Δεν ήταν λίγες οι φορές που κατέφυγαν στη ζητιανιά, προκειμένου να εξασφαλίσουν λίγο ψωμί.
Η εγκατάστασή τους στη Μιχαήλοβα, ήταν προσωρινή. Έπρεπε να περάσουν το χειμώνα σε ασφαλές μέρος που θα τους παρείχε την απαραίτητη προστασία από τα χιόνια και το κρύο, γιατί γνώριζαν πως στο Βατούμ είχαν ήδη συγκεντρωθεί χιλιάδες συμπα-τριώτες τους που περίμεναν τα πλοία για να φύγουν προς την Ελλάδα, ζώντας ταυτόχρονα κάτω από απάνθρωπες συνθήκες. Την άνοιξη θα κατευθύνονταν προς το Βατούμ, ελπί-ζοντας πως τότε θα υπήρχαν περισσότερες πιθανότητες να επιβιβαστούν σε κάποιο πλοίο για την Ελλάδα.
Μέσα Μάιου του 1920 με τρένο φθάνουν στο Βατούμ, απ’ όπου έχουν φύγει ήδη αρκετοί Έλληνες του Καρς με πλοία προς την Ελλάδα. Στο Βατούμ η παραμονή των οι-κογενειών της πρώτης αυτής ομάδας του Σαράφ είναι σύντομη, αφού καταφέρνουν να επιβιβαστούν στο ελληνικό πλοίο Καλουτάς στις 28 του ίδιου μήνα.
Μέχρι τον Αύγουστο του 1920 όλοι οι Έλληνες των νότιων και κεντρικών περιοχών του Κυβερνείου είχαν φύγει. Οι μόνοι που παρέμειναν στα χωριά τους ήταν οι Έλληνες της Κιόλιας (μεταξύ των οποίων και οι παραμένοντες του Σαράφ – δεύτερη ομάδα) και του Αρταχάν, καθώς επίσης της Όλτης και αρκετές οικογένειες από άλλα χωριά του Κυ-βερνείου που εντωμεταξύ είχαν βρει καταφύγιο στα χωριά της Κιόλιας. Στις 21 Αυ-γούστου 1920 φτάνει στο χωριό Κιασιάρ της Κιόλιας ο Ιβάν Κάλτσεφ και προσπαθεί α-πεγνωσμένα να τονώσει το ηθικό των κατοίκων ώστε να μη φύγουν από τα χωριά τους. Όμως η τεταμένη ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί από τα γεγονότα των προηγούμενων ετών, δεν άφηναν περιθώρια στους κατοίκους να ελπίζουν πως μπορούν να μείνουν στα χωριά τους. Άλλωστε από το Σεπτέμβριο του ’19 οι Κιόλιαληδες ήταν ξεσηκωμένοι και είχαν προσπαθήσει και τότε να φύγουν, χωρίς όμως επιτυχία. Σε συναντήσεις που είχε ο Κάλτσεφ με τους προύχοντες της περιοχής, διαπίστωνε πως η φυγή ήταν πλέον η μόνη λύση, πράγμα που επιβεβαίωναν με τις τοποθετήσεις τους και οι προύχοντες των χωριών, οι οποίοι μάλιστα τον παρότρυναν να μη φύγει, αλλά να μείνει για να βοηθήσει το μεγάλο πλήθος να φύγει προς το Βατούμ.
Τη νύχτα της 1ης Σεπτεμβρίου του ’20 τα χωριά Ντορτ-Κιλισέ, Ζεμζελέκ και Κογκ φεύγουν προς τα βόρεια με προορισμό τα εδάφη της Δημοκρατίας της Γεωργίας και τα ξημερώματα της 2ας Σεπτεμβρίου φτάνουν στο ελληνικό χωριό Σιντισκόμ.
Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1920 οι Τούρκοι νικούν τους Αρμένιους και προελαύνουν προς την Κιόλια. Οι Έλληνες που είχαν απομείνει αποφασίζουν να μετακινηθούν κι αυτοί βόρεια, προς τα εδάφη της Γεωργίας, διανύοντας μια απόσταση περίπου 50 χιλιομέτρων. Η αναχώρηση έγινε από το χωριό Ταχτά-Γραν.
Φθάνουν στην περιοχή του Αρταχάν, κατασκηνώνουν προσωρινά και επιχειρούν να εξασφαλίσουν άδεια από τις αρμενικές αρχές για να περάσουν τον Κύρο ποταμό και να μπουν στα εδάφη της Γεωργίας. Μόνο το ένα δέκατο του μετακινούμενου πληθυσμού βρήκε στέγη και προστασία σε σπίτια των χωριών της περιοχής, ενώ οι υπόλοιποι ήταν υποχρεωμένοι να διαβιούν στο ύπαιθρο. Στο πλήθος αυτό προστίθενται και οι κάτοικοι των χωριών Χανάκ και Φαχρέλ της περιοχής Αρταχάν που πείστηκαν ότι έπρεπε να φύ-γουν, όχι όμως και οι κάτοικοι των χωριών Πεπερέκ και Τοροσχόφ που έμειναν στα χωριά τους.
Στα μέσα Οκτωβρίου η κατάσταση των προσφύγων ήταν θλιβερή, αφού ένα τόσο μεγάλο πλήθος δεν μπορούσε με ευκολία να βρει τροφή, στέγη, κλπ. Ως τα τέλη Οκτω-βρίου ένα μεγάλο μέρος των προσφύγων φιλοξενήθηκε στο ελληνικό χωριό Πεπερέκ, στο κουρδικό Κιντζομάλ, στους πρόποδες του Γιαλανγούζ Τσαμ, αφού προηγουμένως είχαν πληρώσει ενάμισι εκατομμύριο ρούβλια, και αρκετές οικογένειες στο τουρκικό Μανιόχ.
Τέλη Οκτωβρίου του ’20 οι Έλληνες των περιοχών αυτών επιχειρούν ξαφνικά να διαβούν τον Κύρο ποταμό και να περάσουν προς τα εδάφη της Γεωργίας, μαζί με όλα τα υπάρχοντα και τον οπλισμό τους. Μετά από καθυστερήσεις που οφείλονταν κυρίως στην άρνηση των αρμενικών αρχών να τους επιτρέψουν να διαβούν τα σύνορα με τη Γεωργία, και αφού χρειάστηκε να δωροδοκηθούν Αρμένιοι και Γεωργιανοί παράγοντες της διοίκη-σης, κατάφεραν να περάσουν στα γεωργιανά εδάφη και να ακολουθήσουν το δρόμο που είχαν διαλέξει για να φτάσουν στο Βατούμ. Η αναχώρησή τους από την περιοχή του Αρ-ταχάν έγινε στις 30 Οκτωβρίου του 1920, μετά από επιθεώρηση που έκαναν ο Κάλτσεφ, ο Πυλόροφ και ο Κουντούροφ, οι οποίοι ήταν επικεφαλείς της φάλαγγας. Για την ασφά-λεια των προσφύγων υπήρχαν εφτακόσιοι οπλίτες στα δεξιά κι αριστερά της φάλαγγας.
Από την περιοχή του Αρταχάν κινήθηκαν δυτικά. Μετά από πρόταση του Κάλτσεφ, αποφασίστηκε πως πάση θυσία πρέπει να περάσουν το βουνό Γιαλανγούζ Τσαμ και να μπουν στην περιοχή Γιαλαουζτσάμσκι Περεβόλ (Ατζέρας) όπου κατοικούσαν Λαζοί, άν-θρωποι ήσυχοι και φιλόξενοι. Εμπόδιο στο δρόμο τους ήταν το όρος, η ανάβαση του ο-ποίου αποδείχθηκε δύσκολη. Σε δύο ημέρες το πλήθος έφτασε στους πρόποδες του όρους Γιαλανγούζ Τσαμ. Για να ανεβάσουν τα κάρα ως την κορυφή, έζευαν σε κάθε ένα πέντε ως και οκτώ ζευγάρια βόδια και όταν έφταναν στην κορυφή, επέστρεφαν για να ανεβάσουν κι άλλα. Μετά από υπεράνθρωπες προσπάθειες μιας εβδομάδας, ανέβασαν συνολικά τρεις χιλιάδες αμάξια κι ενώ τα χιόνια δυσχέραιναν τις προσπάθειές τους. Από την κορυφή το Βατούμ απείχε 203 χιλιόμετρα.
Κατεβαίνοντας τις δυτικές πλαγιές του όρους πέρασαν από το Σάβσετ Χεβά, Λάζικο χωριό, και κατόπιν κινούμενοι νοτιοδυτικά πέρασαν από την πόλη Αρτανούτς (Ardanuç). Το πλήθος προχωρούσε γοργά με ρυθμό 15-20 χμ. την ημέρα.
Εκτός από τι σίτιση των προσφύγων, μεγάλο πρόβλημα ήταν κι η εξεύρεση τροφής για τα ζωντανά. Δυο μέλη της Ελληνικής Αποστολής, ο Νίκος Λεοντίδης και ο Λάζαρος Παυλίδης, είχαν περάσει μια μέρα πριν από τους πρόσφυγες από την περιοχη και αγόρασαν χόρτα, τα οποία στη συνέχεια μοίρασαν σε σταθμούς ανά 15-20 χμ. Την επιστασία για τη διανομή των τροφών είχε κάποιος Γρηγοριάδης από το Ταχτά-Γραν. Συμπληρωματικά, αγόραζαν χόρτα και από τα τουρκικά χωριά που συναντούσαν στο δρόμο τους.
Παρά τις άθλιες συνθήκε διαβίωσης, κατά τη διάρκεια της πορείας έγιναν πολλοί γάμοι, γεννήθηκαν αρκετά παιδιά και όπου δινόταν ευκαιρία χόρευαν. Ακόμη, μόνο ένας θάνατος συνέβη σε όλη τη διάρκεια της πορείας, τις ημέρες που βρίσκονταν στην κορυφή του βουνού. Ήταν η Σιμήρα Παυλίδου, το γένος Κασκαμανίδου, την οποία κήδεψαν μέσα στο χιόνι, αφού ήταν αδύνατο να σκάψουν μέχρι να βρεθεί το έδαφος.
Πλησιάζοντας την πόλη Αρτβίν, αντίκρισαν τη Μαύρη Θάλασσα. Πέρασαν το Αρ-τβίν και διανυκτέρευσαν σε ένα κοντινό χωριό με το όνομα Κβαρτς Χαν. Κατόπιν κινή-θηκαν βορειοδυτικά και αφού πέρασαν από την πόλη Μπόρχα, τελικά έφτασαν στο Βα-τούμ στις 9 Δεκεμβρίου του ’20.
Στο Βατούμ και προκειμένου να υπάρχει συνεννόηση με τις αρχές, οι προερχόμενοι από κάθε χωριό εξέλεξαν από μια επιτροπή, η οποία θα ερχόταν σε επαφή με την Επιτρο-πή Περίθαλψης, θα φρόντιζε για η διανομή των τροφίμων, κ.ά. Στο Βατούμ έμειναν μέχρι αρχές του 1921 ζώντας κάτω από άθλιες συνθήκες.
Στο διάστημα αυτό κατά την επιβίβαση των προσφύγων συνέβησαν τραγελαφικές καταστάσεις. Προτεραιότητα στην επιβίβαση είχαν οι πρόσφυγες του Κυβερνείου και σε κάθε πλοίο έμπαιναν και τριακόσιοι πρόσφυγες από τις βόρειες περιοχές του Καυκάσου. Παρά το σχετικό περιοριστικό όρο, επιβιβάζονταν στα καράβια περισσότεροι αφού πλή-ρωναν πολλές φορές τους υπευθύνους, δίνοντας ποσά μέχρι και 2.000 ρούβλια.
Το Φεβρουάριο του ’21 οι Σαραφλήδες αναχώρησαν με πλοία για την Ελλάδα, μαζί με αρκετούς ακόμη από άλλες περιοχές του Καρς και του Καυκάσου. Μέχρι τις 19 Φε-βρουαρίου του 1921 όλοι οι συγκεντρωμένοι στο Βατούμ πρόσφυγες είχαν φύγει.
Η πρώτη ομάδα που είχε φύγει από το Βατούμ το Μάιο του ’20, αποβιβάστηκε στο Καραμπουρνάκι της Θεσσαλονίκης, μετά από ολιγοήμερο ταξίδι και σύντομη στάση στην Κωνσταντινούπολη. Κανείς από τους Σαραφλήδες δεν πέθανε κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού.
Στο Καραμπουρνάκι έμειναν σε καραντίνα 6 περίπου μήνες, ζώντας, όπως και οι υπόλοιποι πρόσφυγες, μέσα σε άθλιες συνθήκες. Στις αρχές του χειμώνα (Νοέβριος ’20) εγκαταστάθηκαν στα χωριά Περιστέρι (τότε Τσουκαλί) και Πυργωτό (Κιούλαλι) του Νομού Κιλκίς, σε εγκαταλελλειμμένα σπίτια Τούρκων.
Η δεύτερη ομάδα των Σαραφλήδων αποβιβάστηκε κι αυτή στο Καραμπουρνάκι το Φεβρουάριο του ’21. Μετά την εξάμηνη υποχρεωτική καραντίνα και αφού ήρθαν σε επαφή με τους συγχωριανούς τους της πρώτης ομάδας, εγκαταστάθηκαν στα δυο προαναφε-ρόμενα χωριά, καθώς και στο Κεντρικό (Σνέφσα) του Κιλκίς.
Ανατολικά του Περιστερίου και του Πυργωτού ήταν οι λίμνες του Αγίου Βασιλείου και της Βόλβης. Η ελονοσία θέρισε τους ηλικιωμένους Σαραφλήδες και βύθισε στο πέν-θος και την απόγνωση τους υπόλοιπους. Αναγκάστηκαν να αναζητήσουν νέο τόπο εγκα-τάστασης, που να τους προσφέρει υγιεινές συνθήκες διαβίωσης.
Μια ομάδα αποτελούμενη από τις οικογένειες των Αθανασιαδαίων και Πατουλι-δαίων, με επικεφαλής το δάσκαλο Αθανάσιο Αθανασιάδη, το καλοκαίρι του 1924 κινήθη-κε δυτικά προς την περιοχή της Φλώρινας, αφού είχαν ακούσει από συγγενείς τους που είχαν εγκατασταθεί εκεί, πως μοιάζει με την Κιόλια. Επισκέφθηκαν πολλά χωριά του Νο-μού Φλώρινας και διάλεξαν ως νέο τόπο εγκατάστασης το χωριό Τριπόταμο. Στα τέλη του ίδιου χρόνου και την άνοιξη του 1925 ήρθαν στην περιοχή της Φλώρινας κι άλλες οικογένειες από το Περιστέρι και όλες από το Πυργωτό, που εγκαταστάθηκαν στον Τρι-πόταμο, τον Άγιο Βαρθολομαίο, την Κολχική και το Νεοχωράκι. Στο Περιστέρι έμειναν λίγες μόνο οικογένειες Σιαραφλήδων και πολλές στο Κεντρικό.
Τα πρώτα χρόνια οι πρόσφυγες Σαραφλήδες ζούσαν προσδοκώντας την επιστροφή τους στον γενέθλιο τόπο, το Σαράφ. Όμως οι διεθνείς συγκυρίες, η κοινωνική και πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα και η Ελληνοτουρκική φιλία του 1930, οριστικοποίησαν την παραμονή τους στην Ελλάδα.
ΣΗΜΕΡΑ
Το Σαράφ μετά την οριστική εγκατάλειψή του από τους Πόντιους κατοίκους του, έπαψε να υπάρχει. Λεηλατήθηκε, όπως άλλωστε και όλα τα χωριά που εγκαταλείφθηκαν, από ομάδες κατοίκων των γύρω κουρδικών και τουρκικών χωριών. Τα λιθόκτιστα σπίτια του χωριού γκρεμίστηκαν και τα υλικά τους χρησίμευσαν στους νέους κατοίκους των γύ-ρω εγκαταλειφθέντων χωριών για να οικοδομήσουν τα δικά τους σπίτια. Ένα μεγάλο μέ-ρος του οικοδομικού υλικού που προέκυψε από το γκρέμισμα χρησιμοποιήθηκε από επι-χειρηματίες οι οποίοι έχτισαν, στο μέρος που βρισκόταν το χωριό, σύγχρονη για την εποχή εκείνη κτηνοτροφική μονάδα και τυροκομείο.
Το 1970 την περιοχή Κιόλιας επισκέφθηκε ο προπάππος μου Ιωάννης Γεωργίου Κασκαμανίδης (1888-1980), μαζί με τον Αθανάσιο Αθανασιάδη και τον Ευσέβιο Κασκα-μανίδη. Ήταν οι πρώτοι που μετέφεραν τη θλιβερή είδηση για τον αφανισμό του Σαράφ και τη λειτουργία στο ίδιο σημείο ενός κτηνοτροφικού σταθμού. Τον Ιούνιο του 1997 κατά την επίσκεψή μου στο ίδιο μέρος, ο σταθμός αυτός δε λειτουργούσε και τα κτίρια της επιχείρησης ήταν ερειπωμένα.
Τίποτε στον τόπο εκείνο δε θυμίζει πως εκεί κάποτε υπήρξε ένα ελληνικό χωριό με σαραντάχρονη παρουσία. Έμειναν μονάχα οι αναμνήσεις όσων έζησαν εκεί, μεταφερόμε-νες από γενιά σε γενιά, καθώς και το πέτρινο γεφύρι – οδηγός για τους μελλοντικούς προσκυνητές του γενεθλίου τόπου των προγόνων τους.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΠΗΓΕΣ
Α΄ ΠΡΟΦΟΡΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
 Βογιατζή Ελένη (γεν. Κασκαμανίδου) (1912)
 Κασκαμανίδης Γρηγόριος (1914-2001)
 Κασκαμανίδης Θεοδόσιος (1904-1994)
 Κασκαμανίδης Γεωργ. Ιωάννης (1888-1980)
 Κασκαμανίδης Ιακ. Ιωάννης (1911-1999)
 Κασκαμανίδου Μαγδαληνή (γεν. Κατικαρίδου) (1910-2000)
 Κασκαμανίδου Σοφία (γεν. Παρκοσίδου) (1912-2000)
 Κοκκινίδου Χριστίνα (γεν. Ακριτίδου) (1899)
 Κωνσταντινίδης Ευστάθιος (1904-2000)
 Πατουλίδης Λεωνίδας (1909)
 Πετίδου Μάρθα (γεν. Πεντερίδου) (1897)
 Φουντουκίδου Ανατολή (γεν. Κοϊμτσίδου) (1914)
Β΄ ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΕΣ ΠΗΓΕΣ–ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΚΕΝΤΡΟΥ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
Ιωακειμίδης Αλέξανδρος, Ο Ελληνισμός του Καρς, Αθήνα 1949, αριθ. χφου. 19
Καλτσίδης Ιωάννης, Αυτοβιογραφικά, Θεσσαλονίκη 1963, αριθ. χφου. 219
Καλτσίδης Ιωάννης, Οι Έλληνες του Καυκάσου και οι περιπέτειές τους (Απομνημονεύμα-τα), Θεσσαλονίκη 1963, αριθ. χφου. 214
Κιλλαχίδης Ηρακλής, Το ξερίζωμα των κατοίκων του Σιντισκόμ και των άλλων ελληνικών χωριών της περιοχής Αρδαχάν – Κιόλιας από τις εστίες τους και η διαδρομή τους μέχρι το Βατούμ, Θεσσαλονίκη 1960, αριθ. χφου. 108
Κιλλαχίδης Ηρακλής, Το χωριό Σιντισκόμ, Θεσσαλονίκη 1960, αριθ. χφου. 95
Γ΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΕΣ ΠΗΓΕΣ
Αγαθονικίδης Θεόφιλος, «Ντορτ-Κλησιά, η ζωή και τα έργα των κατοίκων (Ντορτ-Κλησιά) της Κιόλιας Καρς Καυκάσου», περ. Ποντιακή Εστία (β΄ περίοδος), τεύχ. 65 σ. 32-34, τεύχ. 66 σ. 10-11
Αγαθονικίδης Θεόφιλος, «Τραγικά γεγονότα στις επαρχίες Γκιόλια και Αρταχάν του Καρς Καυκάσου μετά την οπισθοχώρηση του Ρωσικού στρατού», περ. Ποντιακή Εστία, τόμ. 1988 σ. 20-21, 132-136, 236-238
Αγγελίδης Σωκράτης, «Σελίδες από την Ιστορία των ελληνικών σχολείων του Κυβερνείου του Καρς», εφημ. Εύξεινος Πόντος, έτος 2ο, Απρίλιος 1998, φύλλο 15, σ. 18-19, φύλλο 16 σ. 14-15
Ανδρεάδης, Κώστας Δ., Ένα "ταξίδι" στο Καρς Καυκάσου, εκδ. Αφοι Κυριακίδη, Θεσ/νίκη 1997
Βαζελιώτης Πανάρετος (Τοπαλίδης), «Οι Έλληνες του Καυκάσου», Εκκλησιαστική Αλή-θεια, τόμ. 30ος, Κωνσταντινούπολη 1910, σ. 249-251, 295-297, 360-362, 377-378,
Bryer A. – Winfield D., «Nineteenth-century monuments», Αρχείον Πόντου, τομ. 30ος, Αθήνα 1970-1971
Γρηγοριάδης Γεώργιος, Ο Πόντος και το Καρς, Ιστορία – Λαογραφία και ο Κορπακόρτς ο Πέτρον, Αθήνα 1973
Γρηγοριάδης Γεώργιος, Οι Πόντιοι του Καυκάσου, περιφέρειας Καρς-Αρδαχάν, Ιστορία-Λαογραφία, Θεσσαλονίκη 1957
Δημητριάδης Μενέλαος, Λεξικόν ελληνο-τουρκικόν, τουρκο-ελληνικόν, εκδ. Κακουλίδη, Αθήνα 1989
Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού Ελληνισμού, Ο Πόντος - Ιστορία Λαογραφία και πολιτι-σμός, τόμ. 1-2, Μαλλιάρης-Παιδεία, Θεσσαλονίκη 1991
Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού Ελληνισμού, τόμοι 1-6, Μαλλιάρης-Παιδεία, Θεσσαλονί-κη 1992
Ευσταθιάδης Στάθης, «Κιόλια», περ. Ποντιακό Βήμα, έκδ. Εύξεινος Λέσχη Κοζάνης, τεύχ. 14 σ. 9-11
Ευσταθιάδης Στάθης, «Πόντιοι του Καυκάσου», περ. Ποντιακό Βήμα, έκδ. Εύξεινος Λέ-σχη Κοζάνης, τεύχ. 15 σ. 3-8
Ζιώγας Κ. – Κασκαμανίδης Ι., Η ιστορία του χωριού μας (Τριπόταμος Φλώρινας), Φλώρι-να 1996
Θεοδόσιος (αρχιμανδρίτης Ι. Μ. Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα), «Ελληνικαί κοινότηται εν Καυκάσω», Εκκλησιαστική Αλήθεια, τόμ. 30ος, Κωνσταντινούπολη 1910, σ. 118-119
Θεοφυλάκτου Θεοφύλακτος, Γύρω στην άσβεστη φλόγα, Θεσσαλονίκη 1958
Θεοχάρης Θεοχάρης, «Η παιδεία των Ελληνοποντίων στο Κυβερνείο του Καρς», περ. Ποντιακή Εστία, τόμ. 1981, σ. 181-185
Θεοχάρης Θεοχάρης, «Στα χρόνια του πολέμου 1914», περ. Ποντιακή Εστία, τόμ. 1981, σ. 209-214
Ιωαννίδης Σάββας, Ιστορία και στατιστική της Τραπεζούντας και της γύρω περιοχής και στοιχεία για την εκεί ελληνική γλώσσα, Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1988
Καζταρίδης Ιωάννης, Η «Έξοδος» των Ελλήνων του Καρς της Αρμενίας (1919-21), έκδ. Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1996
Κάλφογλου Ιωάννης, Ιστορία της εν Βατούμ ελληνικής κοινότητος, Βατούμ 1918
Κάλφογλου Ιωάννης, Ο άποικος, ήτοι αι εν νοτίω Ρωσσία και Καυκάσω αρχαίαι ελληνικαί αποικίαι, Βατούμ 1919
Κάλφογλου Ιωάννης, Οι Έλληνες εν Καυκάσω, Ιστορικόν Δοκίμιον, Αθήναι 1908
Καραπατάκης Γαβριήλ, «Υπόμνημα περί των Καυκασίων μεταναστών και των προσφύ-γων του Πόντου», περ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1921, σ. 52-57
Κασκαμανίδης Ιωάννης, Ταξίδι στις αλησμόνητες πατρίδες (16 Ιουνίου – 1 Ιουλίου 1997), Φλώρινα 1997
Κιλλαχίδης Ηρακλής (επιμ. Νικοπολιτίδης Δ.), «Η μοίρα των χωριών Πεπερέκ και Τορο-σκόφ», περ. Ποντιακή Εστία, τόμ. 1995 σ. 139-142
Κιλλαχίδης Ηρακλής (επιμ. Νικοπολιτίδης Δ.), «Το χωριό Σιντισκόμ», περ. Ποντιακή Ε-στία, τόμ. 1995 σ. 75-77, τόμ. 1996 σ. 11-14, 109-113, 165-170, 243-249
Κολίτσης Γεώργιος, Τα ξύλινα εργαλεία και σκεύη στη Δυτική Μακεδονία, Θεσσαλονίκη 1985
Κοντογιάννης Παντελής, Γεωγραφία της Μικράς Ασίας, έκδ. Σύλλογος προς διάδοσιν ω-φέλιμων βιβλίων, Αθήνα 1921
Λαζαρίδης Διαμαντής Θ., «Στατιστικοί πίνακες της εκπαιδεύσεως των Ελλήνων στον Πό-ντο 1821-1922», Αρχείον Πόντου, Παράρτημα 16, έκδ. Ε.Π.Μ., Αθήνα 1988
Λαμψίδης Ο. – Ταϊγανίδης Ι., Οι οικισμοί των Ελλήνων στο μικρασιατικό Πόντο το 1920 (Φύλλα 12), έκδ. Ε.Π.Μ., Αθήνα 1989
Λάσκαρις Μιχαήλ, Το Ανατολικόν Ζήτημα (1800-1923), έκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1978
Λαυρεντίδης Ισαάκ, «Η κατά το 1895-1907 μετοικεσία Ελλήνων Ποντίων του Καυκάσου εις Ελλάδα», Αρχείον Πόντου, τόμ. 31ος, έκδ. Ε.Π.Μ., Αθήνα 1971-72, σ. 395-515
Λαυρεντίδης Ισαάκ, «Ο χαρακτήρ και ο κοινωνικός βίος των εκ Καυκάσου Ελλήνων», περ. Ποντιακή Εστία, τόμ. 1976 σ. 255-258
Λαυρεντίδης Ισαάκ, «Περί του Ελληνισμού του Κυβερνείου Καρς Αντικαυκάσου», περ. Ποντιακό Βήμα, έκδ. Εύξεινος Λέσχη Κοζάνης, τεύχ. 36 σ. 5-18
Μαραβελάκης Μ. – Βακαλόπουλος Α., Αι προσφυγικαί εγκαταστάσεις εν τη περιοχή Θεσ-σαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1955
Ματθαιάδης Θεόπιστος, «Παντζαρότ – Όλτη», περ. Ποντιακή Ηχώ, τευχ. 14 Ιαν.-Μαρτ. 1984, σ. 5
Μαυρογένης Στυλιανός Β., Το Κυβερνείον Καρς του Αντικαυκάσου (Κάρσκαγια Όμπλαστ) και το εν αυτώ ελληνικόν στοιχείον κατά την περίοδον 1878-1920, έκδ. Εύξει-νος Λέσχη Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1963
Μαυρογένης Στυλιανός, «Γύρω από την κοινωνική και πνευματική ζωή των αστών Πο-ντίων του Καρς», περ. Ποντιακή Εστία, τόμ. 1980 σ. 272-280
Μαυρογένης Στυλιανός, Προσκύνημα στο Καρς, Ημερολόγιον - Λεύκωμα Παναγίας Σου-μελά, Θεσσαλονίκη 1971-1972, σ. 77-80
Μελισσανίδης Αλεξάνδρος, «Ζέλετσα – Καρς», περ. Ποντιακή Ηχώ, τευχ. 14 Ιαν.-Μαρτ. 1984, σ. 4
Μεταλλίδης Θεοφύλακτος, «Καυκάσιοι και Πόντιοι», περ. Ποντιακή Εστία, τόμ. 1980 σ. 46-48
Μουρατίδου Βάλια, Εκατόχρονη Οδύσσεια, Θεσσαλονίκη 1992
Μυρίδης Χρυστόστομος, «Λαογραφικά Λιβεράς», Αρχείον Πόντου, τόμ. 13ος, έκδ. Ε.Π.Μ., Αθήνα 1948, σ. 137-207
Μυρωνίδης Ιωάννης, «Ο παπα Μύρων Μυρωνίδης, ο μεγάλος Ελληνοπόντιος του Καυ-κάσου», περ. Ποντιακή Εστία, τεύχ. 115, Ιούλιος 1959, σ. 5297-5303
Ξανθοπούλου-Κυριακού Άρτεμις, «Μεταναστεύσεις Ελλήνων στον Καύκασο κατά τον 19ο αιώνα», Δ.Κ.Μ.Σ., τόμ. 10ος, σ. 91-172
Οικονομίδης Δημοσθένης, Ο Πόντος και τα δίκαια του εν αυτώ Ελληνισμού, Σύλλογος Προς Διάδοσιν Ωφέλιμων Βιβλίων, Αθήνα 1920
Παναγιωτίδης Θεολόγης, Ο εν Ρωσσία Ελληνισμός, Αθήνα 1919
Πανάρετος Τοπαλίδης, Ο Πόντος ανά τους αιώνας, Δράμα 1927
Παπαδόπουλος Άνθιμος, Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής Διαλέκτου, Αρχείον Πόντου, Πα-ράρτημα 3, έκδ. Ε.Π.Μ., Αθήνα 1958-1961
Παπαδόπουλος Θεόδωρος, «Μαρίνα – Επισκοπή – Προφήτης Ηλίας», περ. Ποντιακή Ε-στία, τόμ. 1976 σ. 12-21
Παπαδόπουλος Κωνσταντίνος, «Οι Πόντιοι του Καυκάσου», περ. Ποντιακή Εστία, τεύχ. 67 σ. 5-6
Παπαδόπουλος Σάββας, Λαογραφικά Καρακούρτ, τ. 1ος τεύχ. Α΄ Θεσ/νίκη 1982, τεύχ. Β΄ Θεσ/νίκη 1984, τ. 2ος Θεσ/νίκη 1986, τ. 3ος Θεσ/νίκη 1994
Παπαδόπουλος Σάββας, «Οι Πόντιοι του Καυκάσου και ο Μητροπολιτικός Πόντος», πρακτικά Β΄ Παγκοσμίου Συνεδρίου Ποντιακού Ελληνισμού, Θεσσαλονίκη 1990, σ. 139-151
Παπαδόπουλος Σάββας, «Παραμύθια κι ευτράπελες διηγήσεις περιοχής Καρς», περ. Αρ-χείον Πόντου, τ. 41ος, σ. 51-174
Παπαθεοδωρίδης Θεόδωρος, Αξέχαστα από τον Πόντον – Κερασούντος και περιφερείας (Ανατολικής Τζενικίας), έκδ. Ελλάς, Αθήναι 1953
Παυλίδης Ελευθέριος, Πώς και διατί εματαιώθη η Δημοκρατία του Πόντου, Αθήνα 1956
Παυλίδης Πολυχρόνης, «Το Αζάτ του Καυκάσου», περ. Ποντιακή Ηχώ, τευχ. 17 Οκτ.-Δεκ. 1984, σ. 16-17
Πελαγίδης Στάθης, «Μετοικεσίες Ποντίων στον Καύκασο και στη Ν. Ρωσία», περ. Πο-ντιακό Βήμα, έκδ. Εύξεινος Λέσχη Κοζάνης, τεύχ. 6, σ. 6-22
Πελαγίδης Στάθης, «Ντοκουμέντα για τις πρώτες οργανωμένες κινητοποιήσεις των Κρυ-πτοχριστιανών του Πόντου (1857)», Αρχείον Πόντου, τόμ. 41ος, έκδ. Ε.Π.Μ., Αθήνα 1987, σ. 201-219
Σαμουηλίδης Χρήστος, Το χρονικό του Καρς, έκδ. Γκοβόστη, Αθήνα 1987
Σκαλιέρης Γεώργιος, Λαοί και φυλαί της Μικράς Ασίας, Αθήνα 1922
Συλλογικό (επιμ. Ι. Κ. Χασιώτης), Οι Έλληνες της Ρωσίας και της Σοβιετικής Ένωσης, έκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1997
Τανιμανίδης Παναγιώτης, «Παλαιό Γυναικόκαστρο», περ. Ποντιακή Εστία, τόμ. 1980 σ. 117-121
Τανιμανίδης Παναγιώτης, Ποντιακοί οικισμοί στην Ελλάδα, τόμ. 1ος , έκδ. Σωματείο Πα-ναγία Σουμελά, Θεσσαλονίκη 1988
Τανιμανίδης Παναγιώτης, Ποντιακοί οικισμοί στην πρώην Σοβιετική Ένωση, τόμ. 3ος έκδ. Σωματείο Παναγία Σουμελά, Θεσσαλονίκη 1994
Τηλικίδης Γρηγόριος, «Οι Έλληνες του Καυκάσου», περ. Ποντιακά Φύλλα, τομ. 2 (1937), σ. 275-275, 306-311, 358-360, 438-442
Τριανταφυλλίδης Περικλής, Η εν Πόντω ελληνική φυλή ήτοι τα ποντικά, Αθήνα 1866
Φελεκίδης Θεόδωρος, «Στα χρόνια των διωγμών – Μεζαράτ Καρς», περ. Ποντιακή Εστία, τόμ. 1989 σ. 256-257
Φιρτινίδης Γεώργιος Π., Κρώμνη, Έκδοση Αδελφότητος Κρωμναίων Καλαμαριάς, Θεσ-σαλονίκη 1994
Φωτιάδης Κώστας, Ο Ελληνισμός της Κριμαίας, έκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα 1990
Φωτιάδης Κώστας (επιμέλ.), Οι Έλληνες στις χώρες της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. (Ιστορία – Παι-δεία), έκδ. Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1995
Φωτιάδου Πολυξένη, «Ντεμίρ Καπί – Καρς», περ. Ποντιακή Ηχώ, τεύχ. 19 Απρ.-Ιουν. 1985, σ. 8 και σ. 43
Χατζησαββίδης Σωφρόνης Α., Φωνολογική ανάλυση της ποντιακής διαλέκτου (Ιδίωμα της Ματσούκας), Διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 1985

.